Κείμενα - Βιβλία παλιό

Βιβλίο:

Περί της λέξεως "ρεμπέτικο" το ανάγνωσμα... και άλλα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα… και άλλα
Ένα βιβλίο με οχτώ κείμενα για το ρεμπέτικο τραγούδι ειδικότερα και την ελληνική μουσική γενικότερα. Το σημαντικότερο και μεγαλύτερο σε έκταση κείμενο είναι το Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα…, το οποίο έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Είναι πρωτότυπο στο περιεχόμενο και πραγματεύεται την καταγωγή, τη χρησιμοποίηση, τη διάδοση, αλλά και την κατάχρηση, εκμετάλλευση, παραποίηση και κακοποίηση της λέξης «ρεμπέτικο».
Τα υπόλοιπα κείμενα είναι:
Μάρκος Βαμβακάρης, ευτυχώς που ήταν «αγράμματος». Αναφέρεται στη θετική πλευρά της έλλειψης ακαδημαϊκής παιδείας στον Μάρκο Βαμβακάρη, κάτι το οποίο τον βοήθησε να διατηρήσει ανόθευτο τον παραδοσιακό πλούτο που «κληρονόμησε» και έτσι να τον χρησιμοποιήσει σα «σπόρο» στο σημαντικότατο και διαχρονικό έργο του.
Μάρκος Βαμβακάρης, ένας «ρεπόρτερ». Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται η περιγραφική ικανότητα του Μάρκου Βαμβακάρη στα τραγούδια του, είτε αυτά αναφέρονται στην «εξουσία», είτε σε σημαντικά γεγονότα που έζησε, είτε στον έρωτα, κ.λ.π., κάτι που τον καθιστά έναν αναμφισβήτητο ρεπόρτερ της εποχής του.
Οι αδικημένες ρεμπέτισσες του ’30. Εδώ γίνεται μία προσπάθεια αφ’ ενός μεν να αναδειχθεί ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ελεύθερων λαϊκών γυναικών της δεκαετίας του ’30, αφ’ ετέρου δε να αποκατασταθούν ηθικά και κοινωνικά. Το τελευταίο είναι πολύ σοβαρό αφού, ενώ πρόκειται για τις πιο ελεύθερες γυναίκες της νεότερης Ελλάδας (μάλιστα χωρίς ψηφίσματα, νομοθεσίες, πλακάτ κ.λ.π.), ο προχωρημένος τρόπος της ζωής τους έκανε κάποιους συντηρητικούς να τις μπερδεύουν με τις πόρνες και να τις αδικούν κατάφωρα…
Φυλακές και «ουσίες». Ή «Μέσα στου Συγγρού τη φυλακή, βρίσκεις λουλά και τουμπεκί…», με άλλα λόγια, το «ενδοξότατο» παρελθόν των «ουσιών» στις ελληνικές φυλακές, μέσα από τα παλιά ρεμπέτικα, (το οποίο, παρελθόν, συνεχίζεται και στις μέρες μας, ως παρόν!).
Η γλώσσα των ρεμπέτικων. Ένα κείμενο για τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των ρεμπέτικων τραγουδιών, εν ταυτώ και της μαγκιάς, της δεκαετίας του ‘30. Αφορμή για το κείμενο ήταν μια διάλεξή μου σ’ ένα μεγάλο συνέδριο γλωσσολογίας στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 2006. Το κείμενο σχολιάζει στο τέλος, ο γνωστός καθηγητής Χρίστος Τσολάκης, πρόεδρος του συνεδρίου.
Τα αιώνια μακάμια. Ένα κείμενο με πολλές αναγνώσεις, αφού βασίζεται και σε προσωπικές εμπειρίες στην πορεία της ζωής μου, με «οδηγό» και «όχημα» πάντα, τα «μακάμια», δηλαδή τους «τρόπους», «ήχους», «δρόμους» της ελληνικής μουσικής.
Δέξε με κωμάσδοντα, δέξε λίσσομαί σε… Ένα διαφορετικό από τα προηγούμενα κείμενο, στο οποίο προβάλλεται ιδιαίτερα η περιγραφή του δίδυμου «έρωτας και θάνατος» (ή αν θέλετε το δίδυμο «αγάπη και μοναξιά»), μέσα από μια «αλυσίδα» ελληνικών τραγουδιών δια μέσου των αιώνων. Στις «παρόδους» του κειμένου, και πάντα με αφορμή τα τραγούδια, σχολιάζονται πολλά απ΄ αυτά που κάνουν «τζιζ» στην κοινωνία μας…
Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα CD με 21 καθαρότατα τραγούδια από αυθεντικούς δίσκους γραμμοφώνου (από το 1910 ως το 1932), τα οποία χαρακτηρίστηκαν σαν «ρεμπέτικα» στις ετικέτες των δίσκων τους και τα οποία κατά τα άλλα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτό που λέμε ρεμπέτικο. Είναι όμως πανέμορφα και απολαυστικά!
Τέλος το βιβλίο «στολίζεται» και με 59 φωτογραφίες, που έχουν άμεση σχέση με τα κείμενα, οι περισσότερες μάλιστα δημοσιεύονταν για πρώτη φορά.   
 

ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Από το κείμενο Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα…
1. Στο κείμενο «Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης» του Γ. Θεοτοκά το 1941 στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ (τόμος 30, σελ. 717), συναντάμε τη λέξη «ρεμπέτης». Γράφει λοιπόν, για τον Μακρυγιάννη, ο Θεοτοκάς: «…Είναι λαϊκός σαν κάποιους ρεμπέτηδες καπεταναίους βασιλιάδες των ιστορικών δραμάτων του Σαιξπήρου…». Λέτε να συνδύασε ο Θεοτοκάς και το ότι ο Μακρυγιάννης έπαιζε…μπουζουκάκι; Γιατί τι άλλο ήταν το όργανο του στρατηγού που ονομάζουν «ταμπουρά», όνομα που βγαίνει από το αρχαίο «πανδούρα» ή «πανδουρίς», που οι αρχαίοι ονόμαζαν και «τρίχορδον» και που οι περιγραφές του ταυτίζονται με του μπουζουκιού; Βεβαίως και ήταν μπουζούκι (βλ. εικόνα 12, στο κείμενο «Τα αιώνια μακάμια»).

2. Στο «Χειρόγραφο» Σεπτ. ‘41 του Γιώργου Σεφέρη (εκδ. Ίκαρος, 1972 σελ. 19), διαβάζουμε: «…Το να δολοφονήσει ένας φανατικός τον πολιτικό του αντίπαλο ήτανε πράγμα ανθρώπινο. Αλλ’ εκείνο που ένιωθα σαν προσωπικό εξευτελισμό ήταν που η ίδια η Κυβέρνηση παρουσιαζότανε τώρα συνεργός της δολοφονίας σαν ένας κοινός ρεμπέτης…». (Μιλάει με αφορμή τη δεύτερη απόπειρα εναντίον του Ε. Βενιζέλου. Και όχι, δε θα σχολιάσω αυτές τις απόψεις του Σεφέρη για τους ρεμπέτες, που ούτε καν τους ήξερε -αυτός ο αστός -, αλλά όπου κι αν πήγαινε η Ελλάδα τον πλήγωνε και τον…πλήρωνε)….


Από το κείμενο Μάρκος βαμβακάρης , ευτυχώς που ήταν «αγράμματος».

Μετά απ’ αυτά αναρωτιέμαι: Αν ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ήταν «αγράμματος» αλλά είχε αποφοιτήσει από πανεπιστήμιο, ωδείο, ενδεχομένως και με μεταπτυχιακάς σπουδάς εις την αλλοδαπήν, τι θα έγραφε; Θα έγραφε προφανώς ότι έγραψαν οι εγγράμματοι «συνάδελφοί» του (με εισαγωγικά παρακαλώ η λέξη «συνάδελφοι»). Και τι θα είχε μείνει, στην περίπτωση αυτή, ζωντανό από τον Μάρκο; Μα ότι έχει μείνει ζωντανό (τονίζω το ζωντανό, μόνο και μόνο για να μη γίνω κακός!) από τους εγγράμματους. Δηλαδή απολύτως τίποτα και να μην ντρεπόμαστε να το ομολογήσουμε. Δεν έχασε η Βενετιά βελόνι...
Επομένως, ευτυχώς που ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν «αγράμματος». Αφήνω πιά ότι αν… μελετούσε μπορεί να γινόταν καμιά δικτατορία και να μην το έπαιρνε χαμπάρι!…

Από το κείμενο Μάρκος Βαμβακάρης, ένας «ρεπόρτερ».
(σχόλιο για το τραγούδι του Μάρκου Η Πλημμύρα – 1934)
Αριστουργηματικό «ρεπορτάζ» για την καταστροφική πλημμύρα του 1934, με το οποίο ο Μάρκος «χτυπάει» στα ίσα τα αντίστοιχα σημερινά τηλεοπτικά ρεπορτάζ, σε ανάλογα περιστατικά. Και εννοώ αυτά με τις χαζές συνεντεύξεις με πληγέντες, τις μόνιμα πληκτικές εικόνες με τα επιπλέοντα αντικείμενα, κυρίως πλαστικά και σκουπίδια, αφήνω πια τις σαν φωτοτυπία «διαχρονικές» δηλώσεις των εκάστοτε «αρμοδίων» για ξαφνικά «ακραία καιρικά φαινόμενα», καθώς και τις υποσχέσεις τους, όπως επίσης και την πάγια, εκ περιτροπής, επίδειξη «ειδικής» ευαισθησίας και υποσχεσιολογίας, της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Για μία ακόμα φορά, ο Μάρκος, είναι λιτός, ουσιαστικός και οι εικόνες του πολύ ζωντανές και πειστικές. Το γερό «χαστούκι» πάντως το ρίχνει όταν αναφέρει τα μέρη που επλήγησαν από την πλημμύρα, τα οποία, Ω! του θαύματος, πλήττονται ακόμα και σήμερα…

Από το κείμενο Οι αδικημένες ρεμπέτισσες του ’30.

Η γυναίκα έχει κυρίαρχη θέση στα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα περισσότερα μιλάνε για την ομορφιά της, για τη χάρη της στο χορό, για τα νάζια της, για τα κόλπα της, για τις φωτιές που ανάβει κ.λ.π. Υπάρχουν όμως και ρεμπέτικα που περιγράφουν μιάν εντελώς διαφορετική γυναίκα, δηλαδή την ελεύθερη γυναίκα της δεκαετίας του ’30 που δε θα τη βρείτε σε κανέναν άλλον χώρο εκτός από τον ρεμπέτικο. Τα τραγούδια αυτά είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, αλλά υπάρχουν και αποτελούν «αποδείξεις». Το σημείωμα ετούτο, μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, είναι κάτι σαν ελάχιστη προσπάθεια αποκατάστασής τους αφού είχαν ακούσει τα μύρια όσα από τους καθωσπρέπει «βρομιάρηδες»…

Από το κείμενο Φυλακές και ουσίες.

ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ, αυτές που έχτισε ο εθνικός μας «ευεργέτης» ο Ανδρέας Συγγρός, προς σωφρονισμόν, όπως είχε πει, των ελλήνων. Συγκεκριμένα πάνω από την είσοδο της φυλακής του έγραφε: «ΠΡΟΣΗΚΕΙ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΕΝ ΤΙΜΩΡΙΑ ΟΝΤΙ ΒΕΛΤΙΟΝΙ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ», δηλαδή «Πρέπει κάθε τιμωρημένος να γίνεται καλύτερος». Δεν μπορεί να βεβαιωθεί αν πράγματι επιτυγχάνονταν ο μεγαλόπνοος αυτός στόχος του «ευεργέτου», το σίγουρο πάντως είναι ότι όποιος τιμωρημένος εφιλοξενείτο στο ευαγές ίδρυμά του (στο οποίο έμπαιναν αβέρτα-κουβέρτα όχι μόνο τα καλύτερα «καύσιμα», αλλά και όλα τα απαραίτητα εργαλεία χρήσεώς τους), γίνονταν σίγουρα ένας καλύτερος χασικλής. Τρία, τουλάχιστον, τραγούδια βεβαιώνουν για τις δραστηριότητες εκεί μέσα…



Από το κείμενο Η γλώσσα των ρεμπέτικων.


Τον Απρίλιο του 2006 διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα τελετών του ΑΠΘ, ένα τριήμερο συνέδριο γλωσσολογίας, με πρόεδρο και «ψυχή» τον Χρίστο Τσολάκη, Καθηγητή, με κεφαλαίο το Κάπα. Το συνέδριο ήταν αφιερωμένο στα 50 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Δελμούζου, Δάσκαλου, με κεφαλαίο, και γι αυτόν, το Δέλτα. Είχα την τιμή να είμαι προσκεκλημένος εισηγητής και το θέμα μου ήταν «Η γλώσσα των ρεμπέτικων τραγουδιών». Θεώρησα την πρόσκληση αυτή κάτι σαν πρόκληση, γιατί ο τιμώμενος Δελμούζος είχε διωχτεί στη ζωή του με δίκες άδικες, επειδή δίδασκε στο σχολείο τη δημοτική γλώσσα, αλλά και τους αρχαίους συγγραφείς από μετάφραση. Τον δίωξαν κάποιοι «στερημένοι» και δυστυχείς, φτυστά «αδέρφια» αυτών που δίωκαν μερικά χρόνια αργότερα τους ρεμπέτες, τα τραγούδια τους και τα μπουζούκια τους. Σήμερα έχουν πλήρως δικαιωθεί και τιμηθεί, τόσο ο «επικίνδυνος» Δάσκαλος όσο και οι «επικίνδυνοι» ρεμπέτες. Έτσι τα μεν σχολεία, επισήμως, κάνουν ακριβώς ότι έκανε ο Δελμούζος, τα δε ρεμπέτικα και τα μπουζούκια αποτελούν εθνικά μας «σύμβολα», με 100 μπουζούκια (!) στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας, (στερημένοι και αχόρταγοι έλληνες…)…


Από το κείμενο Τα αιώνια μακάμια.


Ο αρχαίος «τρόπος», ο βυζαντινός «ήχος», ο παραδοσιακός «δρόμος» και το ανατολίτικο «μακάμ» είναι οι αδελφές μουσικές «κλίμακες» της Ανατολής, με το ίδιο νόημα, την ίδια πίστη και τον ίδιο συμβολισμό για τη σημασία του ύφους και κυρίως του ήθους στη μουσική σύνθεση και ερμηνεία, στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από τη Δυτική μουσική. Και απουσιάζουν, κυρίως, γιατί εκεί η μουσική μονάδα (τόνος) χωρίζεται μόνο σε δύο ίσα μέρη (ημιτόνια). Στην Ανατολίτικη όμως μουσική, η μονάδα χωρίζεται σε περισσότερα, και όχι απαραίτητα ίσα μεταξύ τους, μέρη. Τα μέρη αυτά μάλιστα μπορούν να αποτελούν καινούριες «μονάδες». Άρα, στην Ανατολίτικη μουσική, η μονάδα τελικά δεν χωρίζεται, με ότι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό γενικότερα…


Από το κείμενο Δέξε με κωμάσδοντα, δέξε λίσσομαί σε


Καλοκαίρι του 1974. Στην Ελλάδα ακόμα η Χούντα (ότι που ξεψυχούσε) και στη Στοκχόλμη, στο «Gröna Lund», ο Μίκης. Διηύθυνε με τα χέρια σηκωμένα στον ουρανό, σαν ιεροφάντης στην Ελευσίνα. Διηύθυνε την ορχήστρα αλλά και τον κόσμο που τραγουδούσε «…είμαστε δυό ,είμαστε τρείς , είμαστε χίλιοι δεκατρείς…». Δεν μπορώ καθόλου να βεβαιώσω τον ακριβή αριθμό των «παρόντων». Πάντως δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, το τραγούδι βρήκε την πραγματική του διάσταση και καταξίωση με άλλο όμως σκηνικό. Αλεξάνδρειο Μέγαρο στη Θεσσαλονίκη όπου έπαιζε μπάσκετ για την ευρωλίγκα, ο «Άρης» με την «Παρτιζάν». Την «Παρτιζάν» Βελιγραδίου, με Ντίβατς, Πάσπαλιε, Γκρμπόβιτς κι όλα τ’ άλλα τα καλά παιδιά. Σε μια στιγμή, μετά από μαγική πάσα μέσα από τρύπα «βελονιού», του περικυκλωμένου από τέσσερις σέρβους Γκάλη, ο Γιαννάκης μόνος του και ξεμαρκάριστος με τα χέρια σηκωμένα στον ουρανό, σαν ιεροφάντης κι αυτός ή σαν τον Μίκη, πέτυχε καθοριστικό τρίποντο για την έκβαση του αγώνα, και στη συνέχεια με τα χέρια πάντα ψηλά διηύθυνε το πλήθος που τραγουδούσε το ίδιο με πριν τραγούδι αλλά με διαφορετικά, λόγω περίστασης, λόγια: «…Άρη ολέ, Άρη ολέ , Άρη ολέ ,ολέ, ολέ…». Πάντως το πόσοι ήσαν εκεί στο Αλεξάνδρειο, μπορώ να το βεβαιώσω απολύτως και έχω μάρτυρες τον Χρήστο και τη Βίκυ: Ήταν 6.666 παθιασμένες ψυχές, έξω από τα εκατομμύρια που τραγουδούσαν μαζί, βλέποντας τον αγώνα στην τηλεόραση. Συνέχεια εκδικήσεως ορισμένων ασμάτων όταν αυτά γράφονται κάπως…ευκαιριακώς και ανεξάρτητα βέβαια της υπέροχης, κάποιες φορές, μουσικής τους. (Και για να εξηγούμαστε, το περιστατικό που έπεται είναι αυθεντικό, με αυτόπτες και έχει καταγραφεί). Σ’ ένα σκυλάδικο, λοιπόν, απ’ αυτά της «εθνικής» ονομαζομένης οδού, ένας παλιός αριστερός που…πρόκοψε, μεγαλολεφτάς, κοντός, φαλακρός και κοιλαράς, με μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα απ΄ το μεθύσι, χόρευε μπροστά σε μια «ξεβράκωτη» εισαχθείσα γκομενάρα, που μάλιστα σε θέση ημικάθισμα του βάραγε παλαμάκια, μ’ ένα μόνιμο τεράστιο κόκκινο χαμόγελο στο γυαλιστερό της στόμα. Χόρευε το γνωστό νεοπαγές σκυλο-ζεϊμπέκικο των σχετικών (και δυστυχώς όχι μόνο) χώρων και βέβαια ουδόλως τον αυθεντικό ιεροπρεπή χορό της Κυβέλης, των ζεϊμπέκων και της μαγκιάς. Είχε ζητήσει απ’ την ορχήστρα να του παίξουν κάτι απ’ τον Μίκη, για να θυμηθεί τα «παλιά» και κάτι φαπίτσες που ‘χε φάει στη χούντα. Χόρευε και με τον αναπτήρα του έκαιγε τα δεκαχίλιαρα που αστραπιαία έβγαζε απ’ την αριστερή εσωτερική τσέπη του ακριβού σακακιού του, ενώ ταυτόχρονα τραγουδούσε μαζί με τον τραγουδιστή το άσμα του Μίκη που είχε παραγγείλει: «…εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί…». Τη «Φτώχεια» πάντως του Απόστολου Χατζηχρήστου απ’ το 1946 («…φτώχεια, δεν πέρασε στιγμή χωρίς να με πληγώσεις»), τραγούδι που δε βλέπει τη φτώχεια από μακριά και με πούρο στο στόμα, που δεν την ωραιοποιεί, μήτε λαϊκίζει και αποκοιμίζει, ούτε αυτός αλλά ούτε ο Μίκης την είχαν ακούσει ποτέ. Ανήκει, βλέπετε, στα «βρομερά» ρεμπέτικα κι έτσι την έφαγε η μαρμάγκα, καλέ μου Σπύρο Παπαϊωάννου που εσύ πρώτος είπες πράματα και θάματα και ποτέ κανένας δε σ’ ευχαρίστησε γι αυτό, αντίθετα σε κατάκλεψαν κάποιοι δεκαρολόγοι λιγούρηδες και δημόσια συγνώμη δε ζήτησαν…

Παρουσιάσεις του βιβλίου: Περί της λέξεως "ρεμπέτικο'' το ανάγνωσμα... και άλλα 

Στην εκπομπή "Έχει γούστο", 4-1-2007

Στον "Ιανό", 19-3-2007

Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, για το ρεμπέτικο ("ΙΑΝΟΣ" 19-3-2007)

Στο θέατρο "Απόλλων", στη Σύρο, στις 27-9-2014



Να και το βιβλιαράκι μου ανάμεσα στα 10 πρώτα, σε πωλήσεις το 2007, στη αλυσίδα ΙΑΝΟΣ...

Κείμενα
Τα κείμενα που ακολουθούν, έχουν γραφτεί με διάφορες αφορμές και έχουν δημοσιευτεί τυπωμένα ή ηλεκτρονικά.

Περιεχόμενα

* Ρεμπέτικα και Blues, δρόμοι παράλληλοι  (στα 24grammata.com)

* Οι ρεμπέτες "παρόντες" στο έπος του ''40 κ. στην κατοχή (στα 24grammata.com)

* Ισπανοί και ρεμπέτικο (στα 24grammata.com)

* Ισπανοί και ρεμπέτικο Spaniards and rebetiko (στα αγγλικά, 24grammata.com)
* Απόστολος Χατζηχρήστος, ο γενναιόδωρος...

* «Απόψε με τον πόνο του, καρδούλες θα ματώσει...» (Για τον Τσιτσάνη)

* «Διαχωρισμός θέσης», από τον Πάνο Σαββόπουλο

* Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΣΜΥΡΝΑΙΪΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

* Οι ρεμπέτες «παρόντες» στο έπος του ’40, αλλά και στην κατοχή (την 1η...)

* Ρεμπέτες και «ρεπόρτερ»; Αληθέστατον!

* Το σκυλάδικο ελληνικό τραγούδι
**********************************************************************
Απόστολος Χατζηχρήστος, ο γενναιόδωρος.....
(απόσπασμα από εκτεταμένο άρθρο μου, για τον Απόστολο Χατζηχρήστο)
...Ο Απόστολος Χατζηχρήστος, έξω απ’ το καλλιτεχνικό του μέρος, ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, τρυφερός και δίκαιος πατέρας-οικογενειάρχης, πιστός φίλος και ...ακραία γενναιόδωρος χαρακτήρας, ακόμα και μέσα στην περίοδο της κατοχής, αλλά και στα κατοπινά χρόνια της φτώχειας. Έτσι, για παράδειγμα, έδινε το ρολόι του (σαν «ταυτότητα») σε κάποιον γνωστό του με ανάγκες και τον έστελνε στο σπίτι του, στη γυναίκα του, για να του δώσει εκείνη ένα δικό του παντελόνι ή σακάκι να φορέσει! Και δεν ήταν κανένας πλούσιος. Μεροκαματιάρης μουσικός ήταν ο άνθρωπος.
Πριν περάσω όμως σε κάποιες ...δυσάρεστες γι’ αυτόν επιπτώσεις που είχε αυτός ο χαρακτήρας του, θέλω να σας πω μια ιστορία από τη Σμύρνη που την είχε διηγηθεί ο ίδιος στις κόρες του και εγώ την άκουσα από αυτές. Όταν λοιπόν ζούσε ο Απόστολος στο Κοκαριαλί της Σμύρνης, και επειδή η οικογένειά του ήταν εύπορη, είχαν προσλάβει μία παραδουλεύτρα, με το όνομα Αδριανή, η οποία πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι τους και βοηθούσε. Μία μέρα όμως η Αδριανή αρρώστησε με πυρετό και δεν πήγε στο σπίτι τους. Το μεσημέρι η μητέρα του Χατζηχρήστου έστειλε τον μικρό Απόστολο να της πάει φαγητό. Το παιδί πήγε, χτύπησε την πόρτα της αλλά αυτή δεν του άνοιγε γιατί κοιμόταν βαθιά απ’ τον πυρετό. Το παιδί δεν έφυγε, καθόταν με υπομονή στο σκαλοπάτι της πόρτας και κάπου-κάπου χτυπούσε, μάλιστα στο τέλος έκλαιγε και παρακαλούσε να του ανοίξει. Όταν τελικά άκουσε και άνοιξε η ξαφνιασμένη Αδριανή, της έδωσε το φαγητό και της είπε να το φάει αμέσως για να «μην πεθάνει» και για να πάει την άλλη μέρα στο σπίτι τους... Στα τραγούδια όμως, η γενναιοδωρία του Χατζηχρήστου πληρώθηκε ακριβά.
Πονεμένες ιστορίες γενναιοδωρίας λοιπόν, επιβεβαιωμένες και από τις κόρες του Ευαγγελία Χατζηχρήστου και Πόπη Μπάρδη.
Ιστορία πρώτη. Το τραγούδι «Φέρε μας κάπελα κρασί» (ο αυθεντικός τίτλος είναι «Είμαι απόψε στα μεράκια») το οποίο επισήμως κυκλοφορεί στο όνομα του Κώστα Καπλάνη, είναι σύνθεση του Απόστολου Χατζηχρήστου. Το 1947 επισκέφθηκε ο Χατζηχρήστος τον άνθρωπο της Α.Ε.Π.Ι. Κώστα Μακρή και του κατέθεσε κάποια τραγούδια του, μεταξύ αυτών και το «Είμαι απόψε στα μεράκια». Εκεί συνάντησε την γυναίκα του Κώστα Καπλάνη η οποία είχε πάει να ζητήσει κάποια προκαταβολή ποσοστών, ένεκα που ο άντρας της ήταν φαντάρος. Ο Χατζηχρήστος συγκινήθηκε, της έδωσε λίγα χρήματα να τα στείλει με χαιρετισμούς στον άντρα της και δήλωσε στον Κ. Μακρή τα ποσοστά από το τραγούδι του «Είμαι απόψε στα μεράκια» να πήγαιναν την πρώτη χρονιά στον Καπλάνη. Μετά ...ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, αφού ως φαίνεται ο μεν Καπλάνης δεν έκανε κάποια «κίνηση», ο δε Χατζηχρήστος δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. Έχω δει μία επιστολή της Α.Ε.Π.Ι. προς την γυναίκα του Χατζηχρήστου με ημερομηνία 10-12-1986, με την οποία βεβαιώνεται ότι το «Είμαι απόψε στα μεράκια» καθώς και πολλά άλλα τραγούδια, τα οποία αναφέρονται με τους τίτλους τους, είναι καταχωρημένα στο αρχείο της εταιρείας σαν συνθέσεις του Α. Χατζηχρήστου. (Το επισυνάπτω).
Ιστορία δεύτερη. Το «Μινόρε της αυγής», το οποίο κυκλοφορεί στο όνομα του Σ. Περιστέρη, είναι σύνθεση του Α. Χατζηχρήστου από τα χρόνια της Κατοχής. Και αμέσως να πω ότι το τραγούδι αυτό «μυρίζει» από ...χιλιόμετρα ύφος Χατζηχρήστου και σε καμία περίπτωση ύφος Περιστέρη. Η μελωδία του είναι μερικώς βασισμένη στο «Σμυρναίικο μινόρε», αδέσποτη σμυρναίικη μελωδία στηριγμένη στον πολύπλοκο βυζαντινό ήχο «Δ’, σκληρό διατονικό, τετράφωνο, με χρώμα στην τετραφωνία». Στη μελωδία του «Σμυρναίικου μινόρε» έχουν ηχογραφηθεί από το 1909 ως το 1931 γύρω στους 60 μανέδες, με διαφορετικά στιχάκια και διάφορους τραγουδιστές. Το πρώτο στιχάκι, τώρα, του «Μινόρε της αυγής», είναι βασισμένο σε μία αδέσποτη πατινάδα της Σμύρνης που άρχιζε: «Ξύπνα αγάπη μου μικρή άκου μινόρε την αυγή», την οποία ως φαίνεται θυμόταν ο Χατζηχρήστος απ’ την πατρίδα του και κάπως έτσι ξεκίνησε το τραγούδι του. Και πώς αρχίζει το «Μινόρε της αυγής» στην αυθεντική ηχογράφηση του1947; Αρχίζει ως εξής: «Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε, άκου μινόρε της αυγής». Προσέξατε; «...άκου μινόρε της αυγής» κι όχι «...κάποιο μινόρε της αυγής» όπως το λένε σχεδόν όλοι. Για παράδειγμα, το λάθος «...κάποιο μινόρε» ηχογράφησε η Αλεξίου το 1977, το ίδιο και η θρυλική Λιλή η Θεσσαλονικιά το 1987, το ίδιο κι ένα σωρό άλλοι. Τέλος πάντων το στιχάκι της σμυρναίικης πατινάδας «Ξύπνα αγάπη μου μικρή άκου μινόρε την αυγή» έχει χρησιμοποιήσει κι ο άλλος Σμυρνιός δημιουργός, ο Κώστας Γιαννίδης (Γιάννης Κωνσταντινίδης, επί το ακριβέστερον και ...κλασικότερον) στο τραγούδι του «Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε...» (Νανά Μούσχουρη, πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Βαρκελώνης το 1960). Την πατινάδα «Ξύπνα αγάπη μου μικρή άκου μινόρε την αυγή», δεν κατάφερα να εντοπίσω ηχογραφημένη. Βρήκα όμως ότι στη Σμύρνη το 1912 ηχογραφήθηκε από τον Λ. Μενεμενλή το «Ξύπνα ψυχή μου». Επίσης ηχογραφήθηκαν τότε στη Μ. Ασία το «Ξύπνα-ξύπνα» με τον Πέτρο Ζουναράκη το 1906 (Πόλη) και με την Εστουδιαντίνα Μελιτσιάνου το 1909. Το «Ξύπνα γλυκιά μου» με την Ελληνική Εστουδιαντίνα το 1909. Το «Ξύπνα γλυκιά μου παρθένα» με άγνωστο τραγουδιστή το 1908, το οποίο επανηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1919 με τον Τ. Δημητριάδη, και στην Αθήνα το 1932 με χορωδία-μαντολινάτα και το 1956 με το σύνολο του Ν. Τσιλίφη. Ακόμα και ο τίτλος «Μινόρε της αυγής» πρωτοεμφανίστηκε στη Σμύρνη το 1912 σαν τίτλος ενός μανέ με τον Γιάννη Τσανάκα (Δίσκος Favorite, αριθ. 1-55042). Τα γράφω όλ’ αυτά για να σας πείσω για τη μικρασιατική ρίζα της αρχής του τραγουδιού «Μινόρε της αυγής». Τέλος πάντων οι τελικοί στίχοι είναι έργο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη-Τσάντα-Ταμβάκη. Του Χατζηχρήστου και του Τσάντα λοιπόν είναι το «Μινόρε της αυγής», το οποίο τραγούδι, σημειωτέον, έπαιζε ο Χατζηχρήστος ήδη από το 1941-42 όταν δούλευε στην «Μπίρα του Πίκινου» στο Θησείο. Πώς πέρασε όμως στην ιδιοκτησία του Περιστέρη; Το 1946 ο Χατζηχρήστος συνοδευόμενος από τον Χ. Βασιλειάδη, επισκέφτηκε τον Περιστέρη, καλλιτεχνικό διευθυντή της «Odeon». Σκοπός της επίσκεψης ήταν να του παρουσιάσει δύο τραγούδια του για να ηχογραφηθούν. Τα τραγούδια αυτά ήταν «Ο αμαξάς» («Η άμαξα μες στη βροχή») και το «Μινόρε της αυγής». Εκεί ο Περιστέρης απαίτησε να του χαρίσει ο Χατζηχρήστος το «Μινόρε της αυγής», προκειμένου να του κυκλοφορήσει τον «Αμαξά». Έτσι έγινε, και «Ο αμαξάς» κυκλοφόρησε στα τέλη του 1946. To «Μινόρε της αυγής» καθώς και το «Είμ’ απόψε στα μεράκια» ηχογραφήθηκαν λίγο αργότερα το Γενάρη του 1947 αμφότερα με τραγουδιστές τον Χατζηχρήστο πρώτη φωνή, τον Γιάννη Σταμούλη δεύτερη και τον Μάρκο τρίτη. Κυκλοφόρησαν μάλιστα στον ίδιο δίσκο, από την «Odeon» φυσικά, με αριθμό σειράς GA-7369 και μήτρας Go-3724 και Go-3725 αντίστοιχα. Κι αντί να γράφεται σαν όνομα δημιουργού Απ. Χατζηχρήστος γράφονται τα ονόματα του Περιστέρη για το πρώτο και του Καπλάνη για το δεύτερο. Το περιστατικό αυτό ανέφερε και η γυναίκα του Χ. Βασιλειάδη το 1989 στην εκπομπή «Εν αρχή ήν ο λόγος» του Λ. Παπαδόπουλου. Αργότερα διεκδίκησε ο Καπλάνης το «Μινόρε της αυγής», μάλιστα ζήτησε να έρθουν σα μάρτυρες σε δίκη μέλη της οικογένειας του Χατζηχρήστου (είχε ήδη πεθάνει ο Απόστολος), κάτι που φυσικά δεν έκανε η οικογένεια. Ο Καπλάνης έχασε τη δίκη. Κι αν αναρωτιέστε ποια ήταν η σχέση του Καπλάνη με το τραγούδι, σας λέω απλά ότι ήταν αυτός που έπαιξε μπουζούκι στη δισκογράφηση του Γενάρη του 1947. Και μόνο αυτό.
Με την ευκαιρία αυτή θέλω να πω εδώ ότι το ζήτημα του σφετερισμού στο ρεμπέτικο τραγούδι είναι μέγα, δυσεπίλυτο και με προεκτάσεις. Το εντελώς γελοίον του πράγματος είναι ότι οι σφετεριστές που ακούουν στις ιδιότητες: συνθέτες, στιχουργοί, γκόμενες τραγουδίστριες, γνωστοί τραγουδιστές, εταιρειάρχες, «προστάτες» (τρομάρα μας), υπάλληλοι, μέχρι και ...κλητήρες, εμφανίζονται τελικά να είναι δημιουργοί ενός ετερόκλητου, δηλαδή ανομογενούς και άνευ συγκεκριμένου ύφους, συνόλου στίχων ή μελωδιών ή τραγουδιών, ενός «έργου» δηλαδή χωρίς καμία ταυτότητα, κάτι που δε συμβαίνει όταν πρόκειται για πραγματικό δημιουργό. Έτσι, για παράδειγμα, τα τραγούδια των Μάρκου, Μπαγιαντέρα, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, τα προπολεμικά (κυρίως) του Τσιτσάνη κ.λ.π., καθώς και οι στίχοι των Μάθεση, Βασιλειάδη, Λελάκη, Φωτίδα, Ρούτσου κ.λ.π. αποτελούν ομοιογενή σύνολα και είναι σαφώς αναγνωρίσιμα. Δε συμβαίνει το ίδιο όμως και με τις «δημιουργίες» των σφετεριστών, οι οποίες φαντάζουν τουλάχιστον σαν ...ρώσικη σαλάτα. Γι’ αυτό έγραψα πιο πριν «Το εντελώς γελοίον του πράγματος...». Και εκπλήσσομαι με το ότι μερικοί απόγονοι κάποιων σφετεριστών επαίρονται κιόλας για τις ...ρώσικες σαλάτες των προγόνων τους «δημιουργών» και μάλιστα ερίζουν και γα το μέγεθος της «δημιουργίας». Αμάν πια. Θα μου πείτε ίσως: «Έλα μωρέ πώς κάνεις έτσι; Ο πολύς ο κόσμος δεν το ξέρει...». Εντάξει! Άμα τους σώζει αυτό, ...μπράβο τους. Τώρα αν θέλετε να μάθετε ποιό ήταν το σύνηθες ποσοστό του σφετερισμού, να ξέρετε ότι ήταν 40%. Δηλαδή στα πέντε (ως συνήθως) τραγούδια που παρουσίαζε ο δημιουργός, χαρατσωνόταν από τα «αφεντικά» με δύο. Ονομαζόταν μάλιστα η ληστρική αυτή συναλλαγή 5-2. Τόσο όμορφα κι αγγελικά. Το χειρότερο είναι ότι ακόμα και σήμερα αναπαράγονται αυτές οι ψευτιές περί «δημιουργών» και τελικά οι σφετεριστές... εξυμνούνται κιόλας, αντί να αποκαλύπτονται ονομαστικά, κι αυτό γίνεται με άρθρα, βιβλία και άλλα αισχρά τεχνάσματα. Αλλά ευτυχώς που υπάρχει το διαδίκτυο κι έτσι μπαίνουν τα πράγματα και οι σφετεριστές στη θέση τους, είναι δε παρήγορο που η νεολαία στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι «δικτυωμένη» και έτσι ενημερώνεται.
Να τελειώσω με δύο δυσάρεστα περιστατικά, όχι δηλαδή ότι τα προ-προηγούμενα ήταν ...ευχάριστα, τα οποία η Ευαγγελία Χατζηχρήστου χαρακτήρισε σαν «λεηλασία». Όταν πέθανε λοιπόν ο Απόστολος Χατζηχρήστος, πήγε ένας γνωστός ρεμπετοσυλλέκτης στην οικογένεια και «δανείστηκε» όλους τους δίσκους 78 στροφών που είχαν, με τραγούδια του μπαμπά τους. Ήταν 30 δίσκοι, μάλιστα μέσα στους φακέλους τους. Επίσης «δανείστηκε» το μεγαλύτερο μέρος από τις φωτογραφίες του στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές τους να επιστρέψει το υλικό που του δάνεισαν, το μόνο που κατάφεραν ήταν να τους δώσει κάποια κακάσχημα αντίγραφα 2-3 φωτογραφιών και μερικούς σπασμένους δίσκους άσχετους μ’ αυτούς που του είχαν δώσει. (Γι’ αυτό έβαλα τη λέξη «δανείστηκε» σε εισαγωγικά). Στα σαράντα του Χατζηχρήστου, και μετά το μνημόσυνο, ...επέδραμε στο σπίτι του κι άλλος γνωστός και αδίστακτος (γνωστός και γι’ αυτό) ...ρεμπετοτέτοιος. «Δανείστηκε» και τούτος 15 περίπου φωτογραφίες, και παρά τις ...μεγαλόστομες υποσχέσεις του, εξαφανίστηκε και δεν τις επέστρεψε ποτέ.
                                                     Αθήνα, Νοέμβριος 2008   Πάνος Σαββόπουλος



Παραθέτω το έγγραφο της ΑΕΠΙ, περιορίζοντάς το στο επίμαχο
τραγούδι και μαρκαρισμένο με κίτρινο χρώμα. Κίτρινο, όχι λόγω
 ...ΑΕΚ, αλλά επειδή αυτές οι πράξεις είναι σκέτος ...κιτρινισμός.  


********************************************************************** 
       «Απόψε με τον πόνο του, καρδούλες θα ματώσει...»
(«Μεταποίηση» του 3ου στίχου από το ζεϊμπέκικο «Κι αν πάθεις και καμιά ζημιά» (Β. Τσιτσάνη), Μ. Νίνου 1950)

Βασίλης Τσιτσάνης, συνοπτική αποτίμηση των τριών χαρακτηριστικών περιόδων της δημιουργίας του
Συμπληρώθηκαν φέτος είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη κι έτσι η παρούσα έκδοση έρχεται να τονώσει με έναν ακόμα τρόπο τη μνήμη του μεγάλου αυτού έλληνα δημιουργού, ο οποίος με τον «πόνο» του (τα τραγούδια του) έκανε πολλές καρδιές να «ματώσουν» και έτσι να «θεραπευτούν».
Το βασικό έργο του Τσιτσάνη, το οποίο τον τοποθετεί στην κορυφή των ελλήνων δημιουργών μαζί με τον άλλο «μεγιστάνα» τον Μάρκο Βαμβακάρη, το αποτελούν γύρω στα 350 τραγούδια, ηχογραφημένα σε δίσκους 78 στροφών από το 1936 ως το 1955. Τα τραγούδια αυτά χωρίζονται σε τρεις χρονικές κατηγορίες: 101 «προπολεμικά», 30 «κατοχικά» και 220 «μεταπολεμικά». Από τα 101 «προπολεμικά», κάποια τα συνέθεσε ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα (1933-1936), κάποια στην Αθήνα (1936-1938) και τα περισσότερα στη Θεσσαλονίκη όταν βρέθηκε εκεί φαντάρος (1938-1940). Αυτά τα ηχογράφησε μεταξύ 1936 και 1940. Όλα τα «προπολεμικά» του Τσιτσάνη τα έχει συγκεντρώσει σε μία πενταπλή κασετίνα ο συλλέκτης και ερευνητής Charles Howard (JSP Records, αριθμός JSP77111). Για να ηχογραφεί ο Τσιτσάνης κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, κατέβαινε στην Αθήνα με άδειες τις οποίες συχνά παραβίαζε με αποτέλεσμα τιμωρίες, ακόμα και πειθαρχείο. Έτσι κάποια φορά το 1938 στο πειθαρχείο, συνέθεσε την περίφημη «Αρχόντισσα», με αφορμή κάποιο προσωπικό του «μεράκι».
Μελετώντας προσεκτικά το έργο του Τσιτσάνη, συμπεραίνουμε ότι ο προπολεμικός Τσιτσάνης παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία που τον ξεχωρίζουν από τον μεταπολεμικό. Οι μελωδίες του λοιπόν, στην περίοδο αυτή, είναι περισσότερο «ερευνητικές» και κινούνται στο γνωστό «ρεμπέτικο» μουσικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’30, φαίνεται δε να προετοιμάζουν το ύφος που θα τον χαρακτήριζε στη σημαντική του δεκαετία τού ’40 και, μερικώς, σ’ αυτήν του ’50. Ο μελετητής του ρεμπέτικου, καθηγητής στα τρίχορδα και υπό διορισμό λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Λευτέρης Τσικουρίδης παρατηρεί, συνοπτικά, τα εξής για τον προπολεμικό συνθέτη Τσιτσάνη: Προπολεμικά ο Τσιτσάνης γράφει σε όλα τα στυλ, ανάλογα με το τι «ακούει» και τι τον επηρεάζει. Έτσι το 1939 φαίνεται να έχει στοιχεία από τον Χατζηχρήστο (κυρίως στα «σέρβικα») και από τον Παπαϊωάννου (κυρίως στα ζεϊμπέκικα) κι αυτό ακούγεται σαφώς, αφού οι Χατζηχρήστος και Παπαϊωάννου (όπως άλλωστε και ο Μάρκος) έχουν αναγνωρίσιμο ύφος. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το «Φάνταζες σαν πριγκιπέσα» είναι στο ύφος του Μάρκου, ενώ τα «Για μια ξανθούλα» και «Ο ασυρματιστής» στο ύφος του Α. Δελιά και στο κλίμα της «τεράδος». Καθαρά αναγνωρίσιμο ύφος Τσιτσάνη αρχίζει με τα «κατοχικά» του τραγούδια και δισκογραφικά από το 1946.
Μέχρι το 1940, ο Τσιτσάνης, έχει τραγούδια μόνο σε κλίμακες ματζόρε και μινόρε, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις σε μακάμ, όπως το «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε» (μακάμ «σαμπάχ») ή «Ο ασυρματιστής» (μακάμ «χουζάμ»). Το ίδιο συνεχίζεται και μεταπολεμικά με σπάνιες εξαιρέσεις κάποια τραγούδια σε «χιτζάζ», π.χ. «Στρώσε μου να κοιμηθώ» - 1950, «Ζαΐρα» - 1953.
Τα στιχάκια, στα «προπολεμικά» του, είναι κι αυτά πιο κοντά στο «κλασικό» ρεμπέτικο κλίμα της δεκαετίας του ’30 και αυτό φαίνεται περισσότερο στα τραγούδια με βιωματικό περιεχόμενο, γιατί στη συνέχεια ο Τσιτσάνης έγινε «οικουμενικός». 
Κάποιες παρατηρήσεις τώρα και για το παίξιμο του μπουζουκιού από τον Τσιτσάνη. Ο Λ. Τσικουρίδης επισημαίνει εδώ: Το 1936-37 ο Τσιτσάνης παίζει πολύ σαν τον Δελιά κι αυτό το δείχνουν 7-8 τραγούδια της περιόδου αυτής. Το 1937 αρχίζει ν’ «ακούει» κι άλλους, όπως για παράδειγμα τον Μπαγιαντέρα. Άλλως τε ο Τσιτσάνης, τότε, παίζει ό,τι «ακούει», όπως και ο Χιώτης. Το 1938-39 οι Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας και Χιώτης παίζουν στο ίδιο ύφος και (σχεδόν) δεν τους ξεχωρίζεις. Αυτό, για παράδειγμα, είναι εμφανές στα τραγούδια:
1. «Για μια Κουτσικαριώτισσα» (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ μπουζούκι Γκόγκος– Β΄ μπουζούκι Τσιτσάνης
2. «Θα κλέψω μια μελαχρινή» (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτης
3. «Μ’ έχεις μαγεμένο» (Δ. Γκόγκου, 1940) – Α΄ Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτη.
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι οι Δελιάς, Μπαγιαντέρας, Τσιτσάνης και Χιώτης φαίνεται να έχουν επηρεαστεί, στο παίξιμο του μπουζουκιού, τόσο από τα κιθαριστικά-μαντολινίστικα παιξίματα του Περιστέρη, όσο και από τις αρμονίες του.
Κάποιες «από δω κι από κει» πληροφορίες, θέλουν να έχει «τραυματιστεί» ο Τσιτσάνης σε ένα δάχτυλό του από το πολύωρο και επίμονο παίξιμο και μάλιστα υπάρχει περίπτωση για μια μικροχειρουργική (πλαστική;) επέμβαση. Αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Τσιτσάνης «μάτωνε» (ίσως και κυριολεκτικά...) όταν συνέθετε, μορφοποιούσε και τελειοποιούσε τα τραγούδια του. Κανένας άλλος δημιουργός δεν ξέρουμε να εργαζόταν σ’ αυτόν τον βαθμό επεξεργαζόμενος τα τραγούδια του. Αφήνω πια το ατελείωτο παίξιμο στα πάλκα για τον ...επιούσιο. Εξ άλλου επειδή τότε δεν υπήρχαν μικρόφωνα και ενισχυτές, και προκειμένου οι οργανοπαίχτες του μπουζουκιού να ακούγονται καλά σε μεγάλες αίθουσες, άφηναν μεγαλύτερο κενό ανάμεσα στις χορδές και στο «μανίκι» του οργάνου. Το αποτέλεσμα ήταν να πιέζουν πιο δυνατά τις χορδές και να «κόβονται» έτσι τα δάχτυλά τους. Ο Θεσσαλονικιός οργανοποιός Δεκαβάλας είχε πει κάποια φορά πως, όταν του πήγε ο ίδιος ο Τσιτσάνης ένα μπουζούκι του για επισκευή, διαπίστωσε ότι μεταξύ χορδών και «μανικιού» χωρούσε άνετα ένα δάχτυλο χεριού, δηλαδή μιλάμε για απόσταση δύο πόντων... Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτός ο «τραυματισμός» και η επέμβαση στο δάχτυλο του Τσιτσάνη, επηρέασαν και άλλαξαν, μεταπολεμικά, το παίξιμό του. Όσους ρώτησα, που παίζουν για χρόνια τραγούδια του Τσιτσάνη και τον κατέχουν καλά στα ...δάχτυλά τους (αλλά και στα «τεφτέρια» τους), μου τόνισαν ότι δεν ακούνε καμία διαφορά. Ο Λ. Τσικουρίδης, για παράδειγμα, λέει σχετικά: Δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα στα δάχτυλα και στην πένα ο Τσιτσάνης, τόσο πριν όσο και μετά το 1940. Αυτό αποδεικνύεται περισσότερο από τις «τρίλιες», τα «εξηκοστά τέταρτα» και τα «γλιστρήματα». Μάλιστα ακριβώς αυτά τα στοιχεία είναι που δείχνουν τις ομοιότητες του παιξίματός του, το 1936-37, με αυτό του Δελιά και του Μπαγιαντέρα.
(Σημειωτέον πάντως ότι ο Django Reinhardt παίζει κιθάρα συνήθως με δύο δάκτυλα, αλλά αυτό δεν ακούγεται καθόλου... )
Σε ό,τι αφορά τους ερμηνευτές, στην περίοδο πριν το 1941, κυριαρχεί αναμφίβολα ο Στράτος Παγιουμτζής (τραγούδησε τα 66 από τα 101 τραγούδια του), με ελάχιστη παρουσία των Δ. Περδικόπουλου (13 τραγούδια), του Σ. Περπινιάδη (δεύτερες φωνές) και κάποιων άλλων.
Και κλείνοντας τα σχόλια για τον προπολεμικό Τσιτσάνη, θα προσέθετα και το εξής. Η ετήσια, κατά μέσον όρο, δισκογραφική παραγωγή του Τσιτσάνη, μεταξύ 1936 και 1940, ήταν 20 τραγούδια έναντι 15 του Μάρκου, 8 του Παπαϊωάννου, 5 του Μπαγιαντέρα και 5 του Χατζηχρήστου. Η υπερπαραγωγή αυτή του Τσιτσάνη (μάλιστα την τριετία 1938-1940 ηχογράφησε 87 κομμάτια) νομίζω ότι είχε κάποιες επιπτώσεις στην ποιότητα ορισμένων τραγουδιών του. Ο Αγάθων Ιακωβίδης, λάτρης και βαθύς γνώστης του Τσιτσάνη που επιπρόσθετα τον ερμηνεύει πάνω από 30 χρόνια, δήλωσε σχετικά τα εξής: Θεωρώ ότι τα «προπολεμικά» τραγούδια του Τσιτσάνη υστερούν, κάπως, μουσικά και στιχουργικά σε σχέση με τα «κατοχικά» και τα «μεταπολεμικά» του μέχρι το 1955. Να τονίσω όμως ότι αφ’ ενός μεν όλα τα «προπολεμικά» είναι άψογα εκτελεσμένα, αφ’ ετέρου δε ότι ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχουν κάποια κομμάτια εξαιρετικά ή και αριστουργήματα.
Ο συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου και ερευνητής, Ηλίας Μπαρούνης, υποστηρίζει: Το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη σε δίσκο, το «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» (1936) με το «μανεδάκι» στο τέλος, παραπέμπει στις πρώιμες ηχογραφήσεις της ανώνυμης δημιουργίας. Κατά τα άλλα τα προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη, και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ποιότητά τους, θεωρώ ότι είναι πιο «ρεμπέτικα» και πιο ελκυστικά για τους εραστές του Πειραιώτικου ύφους απ’ ότι τα μετέπειτα. Αυτό οφείλεται τόσο στο παίξιμο του Τσιτσάνη, όσο και στην ερμηνεία του Στράτου Παγιουμτζή, η οποία διαμορφώνει καταλυτικά όχι μόνο το ύφος αλλά και την τελική μορφή των τραγουδιών.  
Ο «κατοχικός» Τσιτσάνης, πάντως, είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1945), στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια (τα ονομαζόμενα «κατοχικά»), τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων το οποίο είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί! Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα: «Χατζή Μπαξές» (1942), «Αθηναίισσα» (1942), «Της Μαστούρας ο σκοπός» (1942), «Αραπίνες» (1942), «Αχάριστη» (1942), «Την μοίρα μου την είδα και τη ξέρω» (1942), «Ζητιάνος» (1941-43), «Δε με στεφανώνεσαι» (1942-45), «Μόρτισσα» (1942-45), «Όλα για σένα κούκλα μου» (1942-45), «Συννεφιασμένη Κυριακή» (άρχισε να «διαμορφώνεται» στην κατοχή...), «Η ντερμπεντέρισσα» (1942-45), «Το πρωί με τη δροσούλα» (1944), «Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις» (1944;), «Για τα μάτια π’ αγαπώ» (1942-45), «Έχει δίκιο το παιδί» (1942-45), «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», «Καλέ μου το παιδί» (1945) και σταματάω εδώ... Αξιοπρόσεκτο, και πολύ σπάνιο, είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών (και παγκοσμίως...) είναι περίπου τα 40-45 χρόνια. Επίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τα 30 «κατοχικά» του Τσιτσάνη τουλάχιστον τα 18 (που προανέφερα μόλις) συγκαταλέγονται στα «αριστουργήματα» του έργου του, δηλαδή ποσοστό 60%, κάτι που δε συμβαίνει ούτε στα «προπολεμικά» ούτε και στα «μεταπολεμικά» του. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Στην κατοχή δεν είχε υπερπαραγωγή ο Τσιτσάνης αφού το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων ήταν κλειστό και δεν υπήρχε «πίεση» (...πανταχόθεν) να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καινούρια τραγούδια και να τα ηχογραφεί.
Από το 1946, ο Τσιτσάνης, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ως το 1955 συνέθεσε και ηχογράφησε περίπου 220 τραγούδια, τα λεγόμενα «μεταπολεμικά» και είναι το διάστημα στο οποίο κυριαρχεί τόσο στη σύνθεση και στη δισκογραφία, όσο και στα πάλκα.
Ο Η. Μπαρούνης λέει για τον μεταπολεμικό Τσιτσάνη: Μετά τον πόλεμο ο Τσιτσάνης είναι υπεράνω όλων, με μόνο «ανταγωνιστή» τον Μητσάκη, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’30 όταν υπήρχαν αρκετοί ισάξιοί του.
Στις ηχογραφήσεις μετά το 1946 δεν υπάρχει ένα όνομα ερμηνευτή που να κυριαρχεί (όπως ήταν του Στράτου προπολεμικά), αλλά μια πλειάδα ονομάτων όπως ο Τσαουσάκης, η Μπέλλου, η Χασκήλ ο Στράτος, η Γεωργακοπούλου, η Νίνου κ.ά. Τα «μεταπολεμικά» τραγούδια του Τσιτσάνη χαρακτηρίζονται από το ερωτικό στοιχείο στα στιχάκια, τις πολυφωνικές ερμηνείες, τις πολυπληθέστερες ορχήστρες και συχνά το γλεντζέδικο και ...σουξεδιάρικο ύφος π.χ. «Η Μαρίτσα στο χαρέμι» (1947), «Αραμπάς περνά» (1948), «Για τα μάτια π’ αγαπώ» (1949), «Γεια σου καΐκι μου Αη-Νικόλα» (1950), «Απόψε κάνεις μπαμ» (1953) κ.ά., χωρίς να σημαίνει ότι αυτά δεν ανήκουν επίσης στα αριστουργήματά του.
Τελειώνοντας, να σημειώσω ότι ο Τσιτσάνης δεν έγραψε ούτε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ούτε και για τη γερμανική κατοχή. Έγραψε όμως για τον εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα με καταλλήλως καμουφλαρισμένα στιχάκια ώστε να μην τα «κόψει» η λογοκρισία της εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι το σπάνιο αριστούργημα «Κάποια μάνα αναστενάζει», στα στιχάκια του οποίου είχε συμμετοχή ο Μπάμπης Μπακάλης.
Υ.Γ.-1 Έχουν κατά καιρούς ειπωθεί και γραφτεί διάφορα για τις πολιτικές πεποιθήσεις ή και τις «επιλογές» του Τσιτσάνη. Ουδέν γελοιωδέστερον! Ο Βασίλης Τσιτσάνης συμπεριφερόταν πάντα ως ένας πανέλλην και ακριβώς αυτό αποπνέουν τα «ακριβά» του τραγούδια.
Υ.Γ.-2 Παραμένει αναπάντητο το (εύλογο) ερώτημα γιατί ο Τσιτσάνης δε συνεργάστηκε ποτέ με τον κορυφαίο τραγουδιστή Γιώργο Κάβουρα, αφού πάμπολλα προπολεμικά τραγούδια του θα ταίριαζαν στον Κάβουρα «γάντι» δερμάτινο, πολυτελείας...
Υ.Γ.-3 Τις ευχαριστίες μου στον Διονύση Μανιάτη τόσο για την άμεση βοήθειά του, όσο και γι αυτήν μέσω του πολύτιμου έργου του Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου (κυκλοφορεί και σε DVD).
                                               Πάνος Σαββόπουλος, Μάρτιος – Απρίλιος 2009
(Συμπεριλήφθηκε στον τόμο «ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ», προσφορά της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», από τη σειρά «Λέσχη αθανάτων».

**********************************************************************

       «Διαχωρισμός θέσης», από τον Πάνο Σαββόπουλο

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού POP ELEVEN (τεύχος 8, Δεκέμβριος 2008) υπάρχει εκτεταμένο άρθρο με τα βιογραφικά (και όχι μόνο) του Απόστολου Χατζηχρήστου, το οποίο υπογράφω εγώ. Στο editorial του τεύχους αυτού, το οποίο υπογράφει ο εκδότης, υπάρχει μεταξύ άλλων αρνητική, και εμπαθής θα έλεγα, αναφορά στην τελευταία έκδοση του γνωστού συλλέκτη και ερευνητή Charles Howard και συγκεκριμένα στην πενταπλή κασετίνα με όλα τα 101 προπολεμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη (δίσκος JSP77111). Εξυπακούεται ότι καθένας μπορεί ελεύθερα να γράφει και να διαδίδει αυτά που πιστεύει, προφανώς και ένας εκδότης, και μάλιστα στο έντυπό του, έχει οπωσδήποτε το δικαίωμα αυτό. Ουδεμία συζήτηση περί τούτου. Αλλά η συνύπαρξη-γειτονία του άρθρου μου με το συγκεκριμένο editorial θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία γενικότερη συναίνεσή μου με το περιεχόμενό του. Προς αποφυγήν λοιπόν κάθε παρεξήγησης και επειδή αφ’ ενός μεν η σχέση μου με το περιοδικό ήταν μόνο το άρθρο μου, αφ’ ετέρου δε επειδή διαφωνώ με το editorial και θεωρώ το περιεχόμενό του (επιεικώς...) άδικο, επιθυμώ με το παρόν σημείωμα να διαχωρίσω σαφέστατα τη θέση μου από αυτό.
Και όχι μόνο απλά να διαχωρίσω τη θέση μου. Με την ευκαιρία μάλιστα θέλω να σας συστήσω με θέρμη την πενταπλή αυτή κασετίνα με τα προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη (αυτή δηλαδή που σχολιάζεται αρνητικά στο εν λόγω περιοδικό, κατά την άποψη του εκδότη του), την οποία εγώ θεωρώ μέγα εκδοτικό έργο αφού ο προπολεμικός Τσιτσάνης είναι χαρακτηριστικός στη μουσική, τους στίχους, τους ερμηνευτές, ακόμα και στο παίξιμο του μπουζουκιού, διαφέροντας σαφώς από τον μεταπολεμικό. Τόσα χρόνια δε βρέθηκε ένας Έλληνας να συγκεντρώσει και να εκδώσει όλον (τονίζω τη λέξη «όλον») τον Τσιτσάνη μεταξύ 1937 – 1940 και τώρα που βρέθηκε ένας μερακλής Εγγλέζος και το ‘κανε, αντί για ευχαριστώ εφευρίσκουμε ...χολή για να του ρίξουμε και ταυτόχρονα «ψειρίζουμε τη μαϊμού»! Και σημειώστε ότι η αναζήτηση και ανεύρεση όλου αυτού του υλικού ήταν ένας άθλος. Σας βεβαιώνω δε ότι αν από τα 101 τραγούδια τα 85 περίπου βρίσκονται κάπως εύκολα, τα υπόλοιπα είναι εξαιρετικά σπάνια. Αν μάλιστα λάβετε υπ’ όψη σας ότι η έρευνα είχε στόχο και καθαρά κομμάτια, τότε θα καταλάβετε καλύτερα γιατί μίλησα για άθλο. Και μην ξεχάσω να σας πω ότι πρόκειται για πάμφθηνη έκδοση, αφού δεν κοστίζουν ούτε καν 25 ευρώα αυτά τα πέντε CD!
Τελειώνοντας θέλω να υπογραμμίσω ότι ο Charles Howard με τις εκδόσεις του από το 1992, δίδαξε πραγματικά τους Έλληνες τι σημαίνει καθαρός ήχος στις επανεκδόσεις των παλιών δίσκων γραμμοφώνου στα ρεμπέτικα και τα μικρασιάτικα τραγούδια. Διότι μέχρι τότε οι ανάλογες εκδόσεις είχαν τη σφραγίδα της νεοελληνικής προχειρότητας, της ανευθυνότητας, της τσιγκουνιάς, της μιζέριας και (κατά κανόνα, διατί να το αποκρύψωμεν άλλως τε;) της εύκολης αρπαχτής. Βαρύτερη αναπηρία τους ήταν ο απαίσιος ήχος και δευτερευόντως τα ανακριβή στοιχεία. Λέμε ναι σε κάθε επανέκδοση από 78-ρια και την υποδεχόμαστε πάντα ευχάριστα απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά αυτό ούτε τα συγχωρεί ούτε και τα ...καλύπτει όλα. Μετά το ’92 όμως υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Αποτέλεσμα ήταν οι εκδόσεις του χαμηλών τόνων αυτού Εγγλέζου, να μπουν στο μάτι και στο στόχαστρο κάποιων «ολίγιστων» του χώρου, στην αρχή μάλιστα να κυνηγηθούν με διάφορες γελοίες δικαιολογίες (γελοίες, ιδίως για το «ξέφραγο αμπέλι», δηλαδή την «εφραιμοχώρα» που ζούμε...) και τελικά να σπανίζουν στα ράφια των δισκοπωλείων. Βέβαια ουδέν πρόβλημα για τους εραστές του είδους, αφού οι ενδιαφερόμενοι έβρισκαν ευκολότατα τις εκδόσεις αυτές από τα χιλιάδες ατελείωτα klopyright, τα «άγια» όπως τα έλεγαν, αντίγραφα που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι με όλους τους ψηφιακούς τρόπους. Αλλά και μέχρι τις μέρες μας, οι εκδόσεις του Τσάρλη, γίνονται στόχος κακόβουλων και προφανώς ανυπόστατων διαδόσεων, ακόμα και δημοσιευμάτων, κυρίως από άτομα που έχουν την εκδοτική τους φωλιά λερωμένη...
Αν πάντως αναζητήσετε την πενταπλή αυτή κασετίνα με τα προπολεμικά του Τσιτσάνη, ρίξτε και μια ματιά στα ήδη κυκλοφορούντα και εξαιρετικώς ενδιαφέροντα REMBETIKA και REMBETIKA – 2, με 4 CD το καθένα. Ψάξτε για όλα στην ιστοσελίδα: www.jsprecords.com
Υ.Γ.-1 Σύμφωνα με «διπλωματικές» πηγές (για να κογιονάρω την δήθεν επίσημη προέλευση μερικών, πονηρών, ειδήσεων κάποιων εφημερίδων...), την «βόμβα» των 5 CD με τα προπολεμικά του Τσιτσάνη ακολουθεί και άλλη ...μεγαλύτερη.
Υ. Γ.-2 Η ζήλια δεν είναι τόσο κακή, όταν μάλιστα πυροδοτεί ευγενή άμιλλα. Ο φθόνος όμως είναι κάτι βαρύ...
Υ.Γ.-3 Το μόνο που φαίνεται να μη συγχωρείται με τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο (γιατί ακόμα και η ...απάτη από το έτερον ήμισυ συγχωρείται, είτε γιατί ο συγχωρών την έχει ήδη κάνει την κουτσουκέλα, είτε γιατί μελετάει να την κάνει ...άμεσα), το μόνο λοιπόν που φαίνεται να μη συγχωρείται με τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι η επιτυχία του ομότεχνου...
Γ.Γ.-4 Έχει πει ο αμερικανός παίχτης του μπέιζμπολ, ο πολύς Yogi Berra (γέν. 1925): «Αν δε μπορείς να μιμηθείς τους αντιπάλους σου, τουλάχιστον φρόντισε να τους αντιγράψεις...»
Καλή σας χρονιά, με ευχές για υγεία στο σώμα και στην ψυχή και με κέρδη, τουλάχιστον, λίγα ευρώα πιο πάνω απ’ αυτά που (λογικά ελπίζω) θα ξοδεύετε.

                                                                  Αθήνα, 15-1-2009 Πάνος Σαββόπουλος
***********************************************************
          
             Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΣΜΥΡΝΑΙΪΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
« γιατί τα σπάσανε τ’ αγάλματά των γιατί τους διώξανε απ’ τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας σένα αγαπούν ακόμη σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη »
                                                                                                                 Κ.Π.Καβάφης
Η Σμύρνη υπήρξε για αιώνες το σημαντικότερο κέντρο της Μ. Ασίας, ενώ πριν την Καταστροφή του 1922 είχε εξελιχθεί σε μια μεγάλη εμπορική πόλη – λιμάνι της Μεσογείου. Έτσι αναπτύχθηκε πολύ σ’ όλους τους τομείς, προφανώς και στον πνευματικό και προφανέστατα στη μουσική.
Η μουσική της Σμύρνης αλλά και γενικότερα του ευρύτερου πέριξ χώρου της Ιωνίας, έχει παλαιότατη καταγωγή. Οι ρίζες της περνάνε από το Βυζάντιο και φτάνουν στην Αρχαία Ελλάδα όταν είχε το όνομα «Ιώνιος» ή «Ιαστί Αρμονία», με ύφος που εξέφραζε «σεμνό πάθος» και «νωχελικότητα», αλλά και ρυθμό που προέτρεπε σε «λίκνισμα». Ακριβώς αυτά τα στοιχεία βρίσκουμε και σήμερα στα περισσότερα αυθεντικά Σμυρναίικα – Μικρασιάτικα που έφτασαν ως εμάς και τα απολαμβάνουμε στα πάλκα, στις πίστες, στα φαγοπότια αλλά και στη δισκογραφία. Η μακρά «βιωσιμότητά» τους δείχνει τη σπάνια ομορφιά τους, τη μεγάλη δύναμή της τέχνης τους, την «αιωνιότητα» των «τρόπων – ήχων – δρόμων – μακάμ» που «περπάτησαν», με άλλα λόγια την κρυφή και μαγική δύναμη της «Ιαστί Αρμονίας». Η «Ιαστί Αρμονία» όμως δεν ήταν απλά ένα μουσικό «μέτρο», αλλά και ένα «μέτρο» του τρόπου ζωής και του πολιτισμού της Μικρασίας που χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό ήθος και μια αίγλη που χάνεται στο βάθος του χρόνου, «το σημαντικότερο στοιχείο που κληροδοτήθηκε στην Ελλάδα απ’ τους πρόσφυγες» όπως εύστοχα έχει τονίσει σχετικά ο Σπύρος Παπαϊωάννου.
«Φορείς» αυτής της μακράς Σμυρναίικης μουσικής παράδοσης ήταν εκτός απ’ τους τραγουδιστές, οι «παιγνιδιατόροι» ( μουσικοί) και τα «παιγνίδια» (ορχήστρες), που αφθονούσαν στη Σμύρνη. Περίφημες ήταν οι «Εστουδιαντίνες», με κορυφαία «Τα Πολιτάκια». Οι «Εστουδιαντίνες» δεν ήταν απλά «σύνολα ψυχαγωγίας», αλλά και μουσικά «εργαστήρια – φυτώρια» για νέους ταλαντούχους μουσικούς. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι μουσικοί και δημιουργοί που έφτασαν στην Ελλάδα μετά το 1922 πέρασαν από τα «Πολιτάκια», π.χ. Τούντας, Παπάζογλου, Περιστέρης και άλλοι.
Εκτός όμως από το χαρακτηριστικό σμυρναίικο ύφος των παραδοσιακών και αστικών – λαϊκών τραγουδιών με ρίζες στην «Ιαστί Αρμονία», στη Σμύρνη αναπτύχθηκε και το «δυτικότροπο» τραγούδι, αφού η «επικοινωνία» Σμύρνης – Δύσης ήταν άριστη σ’ όλους τους τομείς, επομένως και στη μουσική. Σχεδόν σε κάθε αρχοντόσπιτο της Σμύρνης υπήρχε κι ένα πιάνο με τον απαραίτητο ευρωπαίο δάσκαλο.
Τα τραγούδια της Σμύρνης «ντόπια» και «ευρωπαϊκά», ενίοτε με όχι ευδιάκριτα όρια μεταξύ τους, άρχισαν να ηχογραφούνται σε δίσκους γραμμοφώνου με την αυγή της δισκογραφίας, δηλαδή αρχές του 1900. Συγκεκριμένα οι πρώτες δισκογραφήσεις Σμυρναίικων και Μικρασιάτικων τραγουδιών έγιναν στην Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη από γερμανικές κυρίως εταιρείες που έστελναν «επί τόπου» μηχανικούς ήχου και μηχανήματα ηχογράφησης. Στη Σμύρνη όμως ανάμεσα στα πολλά «μουσικά» μαγαζιά που υπήρχαν, ήταν κι ένα το οποίο διέθετε μια μικρή «μονάδα» που τύπωνε σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (σχεδόν με κάθε παίξιμο κι ένα αντίτυπο…) κάποια περιζήτητα τραγούδια κι αυτό το αναφέρω για να φανεί η ζήτηση που υπήρχε εκεί από τότε, για...«ορχήστρα στο σπίτι». Εκτός από την Σμύρνη και την Πόλη, Σμυρναίικα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στην Αμερική την Ελλάδα, στο Βερολίνο και αλλού.
Ο παρών ψηφιακός δίσκος περιέχει αυθεντικές ηχογραφήσεις Σμυρναίικων και Μικρασιάτικων παραδοσιακών τραγουδιών που έγιναν σε δίσκους γραμμοφώνου στις 78 στροφές στην Σμύρνη, Πόλη, Αμερική και Αθήνα, από το 1909 ως το 1945. Μερικά τραγούδια επανακυκλοφορούν για πρώτη φορά, αλλά σίγουρα όλα τα τραγούδια κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε τόσο καλή ηχητική κατάσταση ! Εδώ πρέπει να τονίσω ότι το ζήτημα της αποθορυβοποίησης ( η οποία βεβαίως ποτέ δε γίνεται «αβρόχοις ποσίν»…) είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και δεν εξαρτάται μόνο από την κατάσταση του δίσκου και τα γνωστά μας «σκρατς», «κλικ» και «συρσίματα - βρασίματα», αλλά και από την «τεχνολογία» της εποχής, που στην περίπτωση των ηχογραφήσεων γύρω στα 1910 ήταν αρκούντως «πρωτόγονη» και σε κάθε περίπτωση όχι ηλεκτρική. Πάντως σε αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου αυτού έγινε ένα «μικρό θαύμα» ! Θα εξαιρούσα τα υπ’ αριθμόν 5 και 6 που δεν μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, αφού η βελτίωσή τους έγινε οριακά. Δεν ήταν δυνατόν όμως να μη συμπεριληφθούν, αφού πρόκειται για πανέμορφα και χαρακτηριστικά κομμάτια. Σε μερικά τραγούδια π.χ. στο 3, στο 5 και στο 9, ακούμε στην αρχή ή και στο τέλος του τραγουδιού, το όνομα της εταιρείας που τα εξέδωσε ( «Odeon” στο 3, «Favorit” στο 5, και “Orfeon” στο 9 ). Αυτό γινόταν για να «προστατευτεί» ο δίσκος από τους πρώϊμους «πειρατές» που, όπως και σήμερα στη «εύκολη» ψηφιακή μας εποχή, τους αντέγραφαν και τους πουλούσαν πολύ φθηνότερα. (Τώρα εάν η διάθεσις των κλεψιτύπων εγένετο πλανοδίως υπό συμπαθών εγχρώμων νέων ασμένως εγκαταβιούντων εν Σμύρνη, τούτο δεν έχει εισέτι διαπιστωθεί εκ της αόκνου σχετικής ερεύνης…).
Η χρονολόγηση των ηχογραφήσεων τραγουδιών της εποχής αυτής, είναι ένας μέγας πονοκέφαλος και μπελάς αδιέξοδος, αφού ούτε οι σχετικοί κατάλογοι των εταιρειών είναι πλήρεις, αλλά ούτε και πάντα αξιόπιστοι. Αφήστε που πολλές φορές δεν υπάρχουν καθόλου… Για παράδειγμα σας αναφέρω ότι το υπ’ αριθ. 8 τραγούδι «ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ» που ηχογραφήθηκε στην Πόλη σε δίσκο “Odeon” με αριθμό 46357, δεν εντοπίστηκε σε κανέναν κατάλογο. Με συγκριτικούς λοιπόν και μόνον υπολογισμούς, μπήκε σαν χρονολογία ηχογράφησής του το 1910. Βέβαια οι με «υστερία» ακριβείς χρονολογίες δεν έχουν και τόση σημασία για τον μέσο ακροατή – «εραστή» της Σμυρναίικης μουσικής. ( Και, μεταξύ μας, έτσι είναι…γιατί δεν πρέπει να χάνουμε την ακριβή «ουσία» για τον «άπνοο» τύπο…). Πάντως στην πλειονότητά τους οι χρονολογίες που αναγράφονται εδώ είναι ακριβείς.
Δυο λόγια τώρα για μερικά τραγούδια:
* Μπήκαν δύο εκτελέσεις στο «ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ» (αριθ. 4 και 5) αφ’ ενός μεν γιατί είναι αμφότερες ωραιότατες και ξεχωριστές, αφ’ ετέρου δε γιατί έγιναν η μία στην Σμύρνη και η άλλη στην Πόλη την ίδια χρονιά, το 1910, από σμυρναίικη και πολίτικη εστουδιαντίνα αντίστοιχα.
* Η «ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΚΑΜΩΜΑΤΟΥ» (αριθ. 9) γράφτηκε αμέσως μετά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919, γι’ αυτό και οι έμμεσες και αναμφίβολα συγκινητικές «αλυτρωτικές» αναφορές.
* Οι δύο μανέδες του δίσκου, δηλαδή το «ΜΙΝΟΡΕ» (αριθ. 21) και ο «ΤΑΜΠΑΧΑΝΙΩΤΙΚΟΣ» (αριθ. 20), αποτελούσαν κάποτε «σήματα κατατεθέντα» για τη Σμυρναίικη μουσική, ειδικά δε το «ΜΙΝΟΡΕ» αποτελούσε και «κώδικα επικοινωνίας» των εκεί Ελλήνων.
* Ο «ΚΑΤΙΦΕΣ» (αριθ. 22), το «ΜΕΝΕΜΕΝΙΩΤΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ» (αριθ. 6), ο «ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ» (αριθ. 13), το «ΓΚΕΛ- ΓΚΕΛ ΑΜΑΝ» (αριθ. 17) και το «ΣΑΛΑ - ΣΑΛΑ» (αριθ. 19) έχουν μελωδίες που χρησιμοποίησαν διάφοροι λαοί που συμβίωναν στη Μικρά Ασία, μάλιστα δε τα 6, 17 και 19 έχουν και στίχους στα τούρκικα.
* Προτιμήθηκε η μοναδικής ομορφιάς ηχογράφηση του «ΤΣΑΚΙΤΖΗ» στα τούρκικα, γιατί τον τραγουδάει ο έλληνας Αχιλλέας Πούλος στην Αμερική, παίζει δε ούτι ο ίδιος. Το τραγούδι αυτό επανεκδίδεται τώρα για πρώτη φορά, 77 χρόνια μετά την αρχική του έκδοση το 1926.
* Το «ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ» (αριθ. 8) παιζόταν κυρίως σε γάμους.
* Το «ΓΙΑΛΕΛΙ ΑΡΑΠΙΚΟ» (αριθ. 24) δείχνει φανερά τις απεριόριστες φωνητικές ικανότητες του σμυρνιού ταργουδιστή – ψάλτη Κωνσταντίνου Νούρου και γι’ αυτό συμπεριελήφθη.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στη δισκογραφία των τραγουδιών της Σμύρνης θέλω να τονίσω ότι θα πρέπει να θεωρεί κανείς «θαύμα» το γεγονός ότι σώθηκαν αυτοί οι δίσκοι (οι οποίοι θεωρούνται πλέον «μνημεία» ) και επίσης να θεωρεί «ηρωισμό» την αναζήτηση και φύλαξή τους από τους συλλέκτες. Επίσης ότι η επανέκδοσή τους είναι έργο σημαντικό, ακόμα κι όταν αυτό γίνεται χωρίς ιδιαίτερη ηχητική επιμέλεια. Και είναι έργο σημαντικό η επανέκδοσή τους, αφού στα «σκονισμένα» και «φθαρμένα» απ’ το χρόνο και τα «ερωτικά χάδια» της σκληρής βελόνας αυλάκια τους (που θυμίζουν πολύ τις ανθρώπινες ρυτίδες…), είναι αποτυπωμένη μια μεγάλη τέχνη. Μια ζωντανή τέχνη που συνεχίζει μέχρι σήμερα να συγκινεί, να συναρπάζει και να ελκύει, μια τέχνη με ύφος και ήθος απαράμιλλο, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον «ομφάλιο λώρο» με την αλησμόνητη πατρίδα. Μια τέχνη που βέβαια ούτε κατά διάνοια μπορούσε ποτέ να έχει τα βαριά εκφραστικά προβλήματα και τα επακόλουθα αδιέξοδα πολλών σημερινών «κατασκευών», που έχουν ανάγκη από «δεκανίκια» και…«σπρωξιές» για να υπάρξουν «αναγκαστικά» (και μόνο…ευκαιριακά, έτσι; ) και φυσικά με «ημερομηνία άμεσης λήξης».
Να μην ξεχάσω να ευχαριστήσω για την πολύπλευρη και γενναιόδωρη όπως πάντα βοήθειά τους, τον Σπύρο Παπαϊωάννου, τον Charles Howard και τον Ηλία Μπαρούνη.
                                                                                         Πάνος Σαββόπουλος
(Το κείμενο συμπεριλήφθη στο ένθετο που συνόδευε το CD «Τα άκαυτα τραγούδια της Σμύρνης», μια παραγωγή της ΕΤ3 και της δισκογραφικής εταιρείας «ANO KATO RECORDS». Περιείχε ηχογραφήσεις σμυρναίικων τραγουδιών οι οποίες έγιναν στη Σμύρνη, Πόλη, Αμερική και Αθήνα, από το 1909 - 1945)
***********************************************************************

Οι ρεμπέτες «παρόντες» στο έπος του ’40, αλλά και στην κατοχή
Μέχρι πριν μερικά χρόνια, τα μόνα επετειακά τραγούδια που ακούγονταν τις μέρες του ΟΧΙ, ήταν αυτά των δημιουργών του ελαφρού τραγουδιού και της επιθεώρησης, όπως π.χ. Κορόιδο Μουσολίνι, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, Παιδιά της Ελλάδος παιδιά κ.ά., ερμηνευμένα κυρίως από τη Σοφία Βέμπο, την αποκληθείσα και «τραγουδίστρια της νίκης», αργότερα δε ασμένως παρούσα στη χούντα και μάλιστα με εθνικήν ενδυμασίαν! Δε θα κατηγορήσω τους ...τρέχοντες μουσικούς παραγωγούς για εμπάθεια ή πονηριά (αν και «παίζει» κι αυτό το ...σενάριο, αναλόγως του σταθμού). Θα μιλήσω περισσότερο, για ασχετοσύνη, όπως και για έλλειψη αισθητικής. Εδώ και πάνω από 20 χρόνια προσπαθώ κάθε χρόνο τόσο με ραδιοφωνικές, όσο και τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και με κείμενα εδώ κι εκεί, όπου μπορώ, να φέρω αυτά τα τραγούδια στην επιφάνεια, για όσους δεν τα ξέρουν κι ούτε καν έχουν ακούσει ότι και οι ρεμπέτες δημιουργοί με τα τραγούδια τους, ήταν «παρόντες» στο έπος του ’40. Ότι κι αυτοί έγραψαν τραγούδια για το ΟΧΙ, μόνο που αυτοί (οι ...αγράμματοι, περιθωριακοί και ...χασικλήδες), δεν είχαν τις διασυνδέσεις που είχαν οι άλλοι οι ...καθωσπρέπει. Ούτε ραδιόφωνα, θέατρα και ακριβά «κέντρα» διέθεταν. Έτσι τα τραγούδια τους δεν έγιναν γνωστά όπως των άλλων. Ο καιρός όμως έχει και γυρίσματα...
Να πούμε, λοιπόν σήμερα, δυο κουβέντες γι’ αυτή την «παρουσία» των ρεμπετών στην περίοδο του αγώνα του 1940, αλλά και της κατοχής. Να παίξουμε και μερικά από αυτά τα τραγούδια τους.
Από τη μελέτη των σχετικών «επετειακών», για την περίπτωση, ρεμπέτικων τραγουδιών, προκύπτουν τα εξής σημαντικά:
α. Το 70%, περίπου, των ρεμπέτικων για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο είναι εμψυχωτικά – πατριωτικά και μόνο το 30%, περίπου, είναι σατιρικά. Στα αντίστοιχα ελαφρά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή τα περισσότερα είναι σατιρικά και πολύ λίγα είναι τα εμψυχωτικά. Και βέβαια η σάτιρα ήταν σίγουρα προσφορότερη, αφού ο παχύδερμος θρασύτατος εισβολέας με τη σχιζοφρενική ματιά και τις γελοίες κινήσεις, ήταν εύκολος στόχος για τους στιχουργούς, πέραν τού ότι σε δύσκολες στιγμές το χιούμορ είναι ένα καλό ...μαλακτικό.
Εξαιρετικά πατριωτικά ρεμπέτικα, είναι: Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά (Δ. Γκόγκου, 1940), Στης Αλβανίας τα βουνά (Α. Χατζηχρήστου, 1940), Γεια σας φανταράκια μας (Μ. Βαμβακάρη, 1940), Μη σε φοβίζει ο πόλεμος (Π. Τούντα, 1941), Τον πόλεμο μάς κήρυξες (Κ. Κοσμαδόπουλου, 1941), Θα πάρω το ντουφέκι μου (Σ. Κερομύτη, 1941), κ.ά.
β. Το ποσοστό των καινούριων, ρεμπέτικων, τραγουδιών που γράφτηκαν αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των καινούριων ελαφρών. Πάντως κανόνας τότε ήταν να μπαίνουν επίκαιρα στιχάκια στις μελωδίες παλιότερων μεγάλων επιτυχιών, κάτι που ακολούθησαν και οι ρεμπέτες δημιουργοί, όχι όμως στον βαθμό των «ελαφρών».
γ. Σε μερικές περιπτώσεις, κάποια τέτοια ρεμπέτικα, λένε εντυπωσιακά πράγματα, όπως για παράδειγμα το Μουσολίνι άλλαξε γνώμη (Μάρκου Βαμβακάρη – Γ. Φωτίδα, 1940), στα στιχάκια τού οποίου γίνεται σαφέστατος διαχωρισμός της φασιστικής ηγεσίας της Ιταλίας από το λαό της, ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα. Συγκεκριμένα ακούμε:
«...Την ετάραξες (σ.σ. την Ιταλία) στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη, μοναχά η δική σου τσέπη είναι παραφουσκωμένη.
Τα καημένα τα παιδιά της δεν τολμούν να πουν κουβέντα,
τούς εράψατε το στόμα συ ο Τζιάνος και η Έλντα».
Αλλά και στην μετέπειτα σκληρή γερμανική κατοχή (την ...πρώτη κατοχή, για να εξηγούμαστε), πάλι οι ρεμπέτες δημιουργοί, είπαν «παρών» με τα τραγούδια τους. Όχι πολλοί φυσικά, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν τολμούσε τότε κανείς να γράψει οτιδήποτε ενάντια στον φασίστα «κάτοχο», αφού αυτό θα σήμαινε μεγάλους μπελάδες, βασανιστήρια ή και θάνατο. Πάντως κανένας συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού δεν έγραψε ούτε ένα τραγούδι για κάτι από αυτά που είχαν βρει τον τόπο μας. Αντίθετα, μάλιστα, κάποιοι διασκέδαζαν τους ατσαλάκωτους γκριζοπράσινους «κατόχους» μας, όταν αυτοί επισκέπτονταν τα ακριβά κέντρα στα οποία έπαιζαν. Και την ίδια στιγμή ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου..., έπαιζαν σε ταβερνάκια για «τη φασολάδα της μέρας» όπως έγραψε ο τελευταίος στη βιογραφία του.
Έτσι, λοιπόν, γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν στη ζούλα εξαιρετικά τραγούδια που ακούγονται μέχρι και σήμερα. Πασίγνωστο, είναι οι Σαλταδόροι, το οποίο αρχικά ξεκίνησε από το αδέσποτο στιχάκι «...Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τούς πάρω...», για να γίνει μετά τραγούδι από τον Μιχάλη Γενίτσαρη, ο οποίος την ίδια περίοδο έγραψε και μερικά άλλα: Οι μαυραγορίτες, Επιδρομή στον Πειραιά, Οι λαδάδες, Στέλιος Καρδάρας κ.ά., μάλιστα το τελευταίο για το εικοσιδυάχρονο παλικάρι και αγωνιστή της αντίστασης, αλλά και έναν άπιαστο σαμποτέρ, που το πρόδωσαν έλληνες γερμανοτσολιάδες και οι Γερμανοί πρώτα το βασάνισαν άγρια και μετά το σκότωσαν. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε Το Χαϊδάρι (για ένα δεκαεπτάχρονο που τον μετέφεραν στο Χαϊδάρι για εκτέλεση) και τα Ματσάκια πεντοχίλιαρα (για το πληθωριστικό χρήμα). Ο Μπαγιαντέρας έγραψε Του Κυριάκου το γαϊδούρι, για ένα σπαρταριστό περιστατικό, όταν μια νύχτα μέσα στην πείνα σφάχτηκε κατά λάθος -λάθος;- ένα γαϊδούρι, αντί για μοσχάρι! Τα τραγούδια αυτά κυκλοφόρησαν από το 1946, όταν ξανάνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων, το οποίο είχαν κλείσει οι Γερμανοί.
                                                           Οκτώβριος 2014, Πάνος Σαββόπουλος
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και στο περιοδικό «24grammata.com”)

**********************************************************************
Ρεμπέτες και «ρεπόρτερ»; Αληθέστατον!

Τα αυθεντικά ρεμπέτικα τραγούδια έχουν μια ιστορία, περίπου 70 ετών (1885 – 1955). Το αυτό και οι δημιουργοί τους. Οπωσδήποτε, ρεμπέτικη φιλοσοφία δεν υπάρχει, όπως ...γραφικότατα έχει διατυπωθεί. Υπάρχει όμως σίγουρα ρεμπέτικος τρόπος ζωής, ο οποίος έχει αποτυπωθεί λεπτομερέστατα στα τραγούδια τους, όπως έχουν αποτυπωθεί, γενικότερα, και όλες οι δραστηριότητές τους. Παρά τα όσα έχουν διαδοθεί αλλά και γραφτεί, σχετικά με το ότι οι ρεμπέτες δημιουργοί και οι «οπαδοί» τους, μόνο για τις «ουσίες» ενδιαφέρονταν και για τίποτε άλλο, η αλήθεια είναι τελικώς πολύ διαφορετική. Γιατί σαν άτομα τα οποία ζούσαν στην ίδια κοινωνία με τους άλλους, δηλαδή τους εκτός του σιναφιού τους, οι ρεμπέτες, βίωναν την ίδια καθημερινότητα· μάλιστα αυτοί τη βίωναν πολύ χειρότερα... και φυσικά γίνονταν αποδέκτες κάθε είδους «κυματισμού» που σκάρωνε η επικαιρότητα, τόσο η κοινωνική όσο και η ιστορική με τη γενικότερη έννοια. Κι η επικαιρότητα αυτή, πότε ήταν γλαφυρή, πότε κωμική, πότε γλυκόπικρη, πότε ανατριχιαστική και πότε τραγική. Τελικά οι ρεμπέτες δημιουργοί όχι μόνο δεν έμειναν ασυγκίνητοι στα «κοινά», αλλά υπερακοντίζοντας ακόμα και αυτούς που τούς εχθρεύονταν (γιατί στο βάθος τους ζήλευαν!), δηλαδή τους δημιουργούς του ελαφρού τραγουδιού, της επιθεώρησης (ακόμα και του δημοτικού τραγουδιού!), έγραψαν αριστουργηματικά τραγούδια τα οποία έγιναν μέγιστες επιτυχίες στην εποχή τους και τα περισσότερα απ’ αυτά εξακολουθούν και σήμερα μετά από εβδομήντα-βάλε χρόνια να τραγουδιούνται και να συγκινούν. Να συγκινούν μάλιστα ιδιαίτερα τη νεολαία! Όπως φαίνεται λοιπόν από την έρευνα, κανένα άλλο είδος αστικού τραγουδιού δεν ασχολήθηκε με τα «κοινά» τόσο πολύ και τόσο ποικίλα, από άποψη θεματολογίας, όσο τα ρεμπέτικα. Κι αυτό γιατί οι ρεμπέτες δεν είχαν να χάσουν τίποτα και επίσης δε χρωστούσαν τίποτα σε κανέναν! Ενώ οι «καθωσπρέπει» ήταν αρκετά βαθιά χωμένοι στις καλές «γνωριμίες» και στο σχετικό αλισβερίσι κι έτσι πρόσεχαν σαν ...καλά παιδιά. Για τούτο ακριβώς το λόγο κι έκαναν μόκο, τόσο στη γερμανική κατοχή (την ...πρώτη κατοχή, εννοείται), όσο και στην σκληρή περίοδο του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Δεν έγραψαν απολύτως τίποτα! Λες και δεν συνέβαινε τίποτα! Ενώ οι ονομαζόμενοι «περιθωριακοί και επικίνδυνοι χασικλήδες», αυτοί που «τούς έλεγαν αλήτες» (Ο. Ελύτης*), έγραψαν και παραέγραψαν, τόσο κάτω από την αδυσώπητη μπότα των ανθρώπων «με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά» (Ο. Ελύτης*), όσο και κάτω από τη σκληρή μετεμφυλιακή λογοκρισία۬۬۬۬۠· μάλιστα ξεγελούσαν εύκολα τους λογοκριτές αλλάζοντας συμβολικά κάποια στιχάκια ή και λέξεις στα τραγούδια τους. Και έτσι οι τραγουδιστικοί «σχολιασμοί» τους περνούσαν άνετα στο κοινό. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι οι ρεμπέτες «ρεπόρτερ», συγκρίνοντας ακόμα και με το σήμερα, την εποχή δηλαδή της άκρατης διαπλοκής, ήταν αληθινοί, ακριβείς, λακωνικοί, δίκαιοι, εναργείς και χιουμορίστες! (Αν δε μού ξέφυγε και κάτι...). Καλή διασκέδαση και ...ενημέρωση.

* Από τα «Αναγνώσματα» του «Άξιον Εστί»                                          
                            
                                                              Πάνος Σαββόπουλος, Μάρτιος 2013
(Από το πρόγραμμα των συναυλιών που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ, το 2013)

*********************************************************************

            Το σκυλάδικο ελληνικό τραγούδι

Εδώ και τέσσερις-πέντε δεκαετίες περίπου, άρχισε η «σκυλάδικη» εποχή των λαϊκών (κυρίως) αλλά και των ρεμπέτικων τραγουδιών. Παράλληλα δηλαδή με τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα αναπτύχθηκαν και τα ονομαζόμενα «σκυλοτράγουδα», άσματα μεγίστης καψούρας, με ευτελέστατους στίχους περιεχομένου ακραίας απογοήτευσης, θλίψης, συχνά δε και αυτοκαταστροφής, τονισμένους με «τυχάρπαστες» φτηνές «λαϊκίζουσες» μελωδίες με μπουζουκοορχήστρα να εκτελεί (κυριολεκτικά!) ηλεκτρικώς και βροντωδώς (sic), και με τραγουδιστές... αφήστε το καλύτερα το θέμα αυτό!
Τα σκυλοτράγουδα αυτά δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό που λέμε (γενικότερα) «λαϊκό τραγούδι», μάλιστα δε το προσβάλλουν βάναυσα. Γεμίζουν όμως τους σχετικούς... «Ναούς Πολιτισμού», τα «σκυλάδικα» δηλαδή, που και η ονομασία τους αυτή είναι μια «διαστροφή» των αυθεντικών σκυλάδικων της Θεσσαλονίκης, που αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Και που καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με τα των...εθνικών (ονομαζόμενων, ακόμη...) οδών. Την τύχη των ρεμπέτικων και λαϊκών ακολούθησαν τα παραδοσιακά, αφού παράλληλα με τα «σκυλοτράγουδα» αναπτύχθηκαν και τα «σκυλοδημοτικά» και ειδικότερα τα «σκυλονησιώτικα», «σκυλοκρητικά», «σκυλοηπειρώτικα» και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, που θα ικανοποιούσε τους αστυφιλίζοντες «ξενοτοπίτες»-ετεροδημότες. Τα «σκυλοδημοτικά» έχουν ωσαύτως «καψούρικα» στιχάκια δημώδους «υφάνσεως» (αντίστοιχα των σκυλοτράγουδων) και μουσικές αρπαγμένες και βιασμένες ανερυθρίαστα από τα αντίστοιχα αυθεντικά (θεϊκά!) νησιώτικα, κρητικά, ηπειρώτικα κ.τ.λ. Έχω συναντήσει και συνομιλήσει με νεαρότατα άτομα που νομίζουν ότι η αυθεντική νησιώτικη ή κρητική ή ...κ.λ.π. παραδοσιακή μουσική, είναι ακριβώς αυτή των «σκυλο...» με το ανάλογο επίθεμα νησιώτικο, κρητικό ηπειρώτικο...
Να τονίσω εδώ το αυτονόητο (τελικώς), ότι δηλαδή τα τραγούδια αυτά, δεν έχουν καμιά απολύτως τύχη, η δε διάρκεια της ζωής τους δεν ξεπερνάει τους 6-7 μήνες, όσο δηλαδή μια εποχιακή περίοδος λειτουργίας ενός σχετικού μαγαζιού. Χρησιμοποιούνται μόνο για την «διασκέδαση» και την κατανάλωση ανάλογου... καυσίμου περιεκτικότητας 42% και πολύ συχνά, λένε, αγνώστου προελεύσεως... Όπως αντιλαμβάνεστε καρντάσια του ελέους, με τα «σκυλοδημοτικά» βολεύτηκαν αρκούντως οι «ετεροδημότες», αφού ήταν μέσα στο (γενικώς και αορίστως) λαϊκό κλίμα της εποχής το «βαρεμένο» και «καψούρικο». (Μην το πω και ...σοσιαλιστικό! Εκ του "social" και "ληστής"). Εξάλλου ούτε λαϊκά και ρεμπέτικα μπορούσε (και ...μπορεί) να γράψει ο πασαένας «πουνηρός» (με ου παρακαλώ!), ούτε και τα παραδοσιακά γίνονται επί παραγγελία....
Η φάμπρικα με τα σκυλολαϊκά και τα «σκυλοδημοτικά» είναι πολύ καλά στημένη συνεπικουρούμενη και από τις αισθησιακές εμφανίσεις καλλονών αλλά ατάλαντων και κατά κανόνα άφωνων τραγουδιστριών. Αξιοπαρατήρητο είναι ότι οι άρρενες αντίστοιχοι καλλονοί δείχνουν να έχουν ...ιατρικό πρόβλημα δυσκοιλιότητας, γιατί δεν εξηγείται πώς τραγουδάνε τόσο σφιγμένοι και με κατακόκκινες παρειές.
Αυτά τα ολίγα, επί του παρόντος.
(Α! Αντιπαρέρχομαι, μετά βδελυγμίας, φαγητά και ποτά με τιμές ...άτιμες και τις λουλουδούδες -συχνά συμπαθείς, μού λένε...-, αλλά με επίσης ...άτιμα άνθη, ίσως υπόπτου -πάλι ...λένε- προελεύσεως.
Προφανώς υπάρχουν και οι επαγγελματίες που είναι «κύριοι» και μπράβο τους).
Υ.Γ.
Να και μερικά στιχάκια από παλιότερα «δημοτικά», με χρώμα «γαβ-γαβ», πολύ πριν, δηλαδή, αρχίσει η σκυλοφάμπρικα:
Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγγα...
Ροβόλατα ροβόλατα τα γίδια και τα πρόβατα...
Πάνω σε ψηλή ραχούλα κάθεται μια βλαχοπούλα...
Και τη ρόκα της βαστάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει...
...κι ο τσοπάνος πέρα τραγουδάει με τη φλογέρα....
(υποψιάζομαι πως οι λέξεις «τραγουδάει» και «φλογέρα» είναι σε εισαγωγικά!)

                                                              (Δεκέμβριος, 2009)

*************************************************************