Ο Βαγγέλης Παπάζογλου ...στέλνει τα Λεμονάδικα στην αθανασία!
Δεν είναι ασυνήθιστο, κάποια πρόσωπα αλλά και τοπωνύμια τα οποία έχουν περάσει σε στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία τραγούδια έγιναν μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες, να έχουν ...συμπαρασυρθεί κι αυτά στην επιτυχία και κυρίως στην ...αθανασία. Τα παραδείγματα είναι αρκετά. Για παράδειγμα, ο Γιάννης Παπαϊωάννου έστειλε στην ...αθανασία τον Ανδρέα Ζέππο, στα καΐκια του οποίου δούλεψε όταν έφτασε εδώ σαν πρόσφυγας. Ο Βασίλης Τσιτσάνης έκανε μυθικό πρόσωπο τον ωραίο τύπο Δαλαμάγκα, ιδιοκτήτη του ουζερί "Τα κούτσουρα", στην οδό Ν. Φωκά 10 στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο είχε δουλέψει. Διάσημο, όμως, έκανε ο Τσιτσάνης και το παλιόμουτρο τον Σαρκαφλιά, με το ομώνυμο τραγούδι του, αν και αρκούντως ωραιοποιημένον. Μήπως, όμως, κι ο Μπάτης, με τον "Μπουφετζή" και τον "Θερμαστή" του δεν τίμησε -με διαφορετικό τρόπο- τα δύο αυτά επαγγέλματα; Αλλά και άλλα, μικρότερης εμβέλειας, ρεμπέτικα έκαναν διάσημα κάποια πρόσωπα, όπως τον Πίκινο -με το ομώνυμο τραγούδι του Ρούκουνα-, αλλά και τον αγαπητό (της παρέας του Μάρκου) τεκετζή Σταύρο, με το τραγούδι του "Κάφτονε Σταύρο". Αποτέλεσμα ήταν, ένα σωρό κόσμος να ψάχνει να μάθει ποια ήταν τα πρόσωπα αυτά, ακόμα κι αν ήταν πραγματικά, με αποτέλεσμα να ακουστούν και ...σπαρταριστά μυθεύματα από κάποιους ευφάνταστους ρεμπετοερευνητάδες. Αυτά, ως εισαγωγή!
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, πάντως, πρωτοτύπησε βαρβάτα, στο θέμα αυτό! Με ένα διάσημο και απίστευτης ομορφιάς τραγούδι του, έκανε διάσημα και τα Λεμονάδικα, ένα τοπωνύμιο του Πειραιά, όχι ακριβούς τοπογραφικής περιγραφής. Το τραγούδι έχει τίτλο "Οι λαχανάδες" και πρωτοηχογραφηθηκε το 1933. Η επιτυχία του ήταν απόλυτη και μέχρι το 1935 είχε πέντε ηχογραφήσεις! (Πού τέτοια μεγαλεία σήμερις...).
Οι ετικέτες στις ηχογραφήσεις των "Λαχανάδων'' με τους Στελλάκη, Ρόζα, Ρούκουνα. Δε βρήκα την ετικέτα της πρώτης ηχογράφησης με την Κατίνα Χωματιανού |
Να τώρα εδώ οι πέντε ιστορικές ηχογραφήσεις, σε καθαρότατες κόπιες!
Οι λαχανάδες (Β. Παπάζογλου), Κατίνα Χωματιανού, 1933
Οι λαχανάδες (Β. Παπάζογλου), Στελλάκης Περπινιάδης, 1934
Οι λαχανάδες (Β. Παπάζογλου), Ρόζα Εσκενάζη, 1934
Λαχανάδες (Β. Παπάζογλου), Κώστας Ρούκουνας, 1934
Λαχανάδες (Β. Παπάζογλου), Τα Πολιτάκια, 1935
Σημειωτέον, ότι οι "Λαχανάδες" έχουν κάμποσες λέξεις της παρασημαντικής (αργκό) της μαγκιάς. Ακόμα κι ο τίτλος έκανε εντύπωση ...ερωτηματική, αφού οι περισσότεροι δεν ήξεραν ότι "λαχανά" αποκαλούσαν οι μάγκες τον "πορτοφολά", επειδή στη διάλεκτό τους το πορτοφόλι είχε διάφορα ονόματα, όπως: λάχανο*, πετσί, πράσο.... (Αμ' πώς νομίζετε ότι ξεγελούσαν την υπναλέα -και εθνικοκόφρονα- μπατσαρία της εποχής τους;).
Ακόμα και το τοπωνύμιο "Λεμονάδικα", μόνο οι Πειραιώτες το γνώριζαν!
(*) Παρένθεση, για την προέλευση του ονόματος "λάχανο"=πορτοφόλι.
Ο Πειραιώτης δικηγόρος Δημήτρης Σταθακόπουλος επικοινώνησε μαζί μου, μετά από επίσκεψή του σ' αυτή τη σελίδα, και μου ανέφερε ότι ναι μεν "λαχανάδες" ονομάζονταν οι πορτοφολάδες, όμως η αρχική σημασία της λέξης "λάχανο" δεν ήταν το πορτοφόλι (άσχετα αν συνεκδοχικά το έλεγαν "λάχανο", στα μάγκικα), αλλά τα μεγάλα πρασινωπά χαρτονομίσματα των 1.000 δραχμών, έκδοσης 1926 (τα οποία αργότερα ...κόπηκαν στη μέση). Η ονομασία προήλθε λόγω χρώματος και διαστάσεων. Μάλιστα μου έστειλε και σχετική φωτογραφία, μπρος και πίσω. Τον ευχαριστώ θερμά!
Συμπωματικά είχα κι εγώ ένα τέτοιο χιλιάρικο, έτσι το μέτρησα και βρήκα ότι οι διαστάσεις του ήταν 19,5Χ9,3 cm! Τεράστιες, αν σκεφτεί κανείς ότι το σημερινό 50-ευρω, είναι14Χ7,7cm, ενώ το 500-δαρχμο με τον Καποδίστρια, ήταν 15,9Χ7,2cm.
Πάντως, πλάκα είχε που ανάμεσα στα ...παλιόχαρτά μου, βρήκα κι ένα πεντοχίλιαρο της 1-9-1932 με διαστάσεις 20,30Χ9,95cm. Το σκάναρα και σας το δείχνω, αφού κι αυτό "λάχανο" είναι. (Αναρωτιέμαι, πόσα τέτοια ...λάχανα να έχουν δολίως αφαιρεθεί;).
Ακόμα και το τοπωνύμιο "Λεμονάδικα", μόνο οι Πειραιώτες το γνώριζαν!
(*) Παρένθεση, για την προέλευση του ονόματος "λάχανο"=πορτοφόλι.
Ο Πειραιώτης δικηγόρος Δημήτρης Σταθακόπουλος επικοινώνησε μαζί μου, μετά από επίσκεψή του σ' αυτή τη σελίδα, και μου ανέφερε ότι ναι μεν "λαχανάδες" ονομάζονταν οι πορτοφολάδες, όμως η αρχική σημασία της λέξης "λάχανο" δεν ήταν το πορτοφόλι (άσχετα αν συνεκδοχικά το έλεγαν "λάχανο", στα μάγκικα), αλλά τα μεγάλα πρασινωπά χαρτονομίσματα των 1.000 δραχμών, έκδοσης 1926 (τα οποία αργότερα ...κόπηκαν στη μέση). Η ονομασία προήλθε λόγω χρώματος και διαστάσεων. Μάλιστα μου έστειλε και σχετική φωτογραφία, μπρος και πίσω. Τον ευχαριστώ θερμά!
Συμπωματικά είχα κι εγώ ένα τέτοιο χιλιάρικο, έτσι το μέτρησα και βρήκα ότι οι διαστάσεις του ήταν 19,5Χ9,3 cm! Τεράστιες, αν σκεφτεί κανείς ότι το σημερινό 50-ευρω, είναι14Χ7,7cm, ενώ το 500-δαρχμο με τον Καποδίστρια, ήταν 15,9Χ7,2cm.
Πάντως, πλάκα είχε που ανάμεσα στα ...παλιόχαρτά μου, βρήκα κι ένα πεντοχίλιαρο της 1-9-1932 με διαστάσεις 20,30Χ9,95cm. Το σκάναρα και σας το δείχνω, αφού κι αυτό "λάχανο" είναι. (Αναρωτιέμαι, πόσα τέτοια ...λάχανα να έχουν δολίως αφαιρεθεί;).
Καλά, από το ένα στο άλλο -που λένε κι οι κυράτσες, στα ...κομμωτήργια- και έτσι η ...ζωή, έρευνα, μεράκι, (συμπληρώστε κι εσείς ό, τι άλλο σάς ...τσουρουφλίζει) δεν τελειώνει ποτέ. Ακριβώς σαν την ...Χαλιμά! (Α! Ζει η νεράιδα η Σαχραζάτ, τραγουδάει ο Μάρκος..., σε -μάλλον- κλεμμένο τραγούδι του!).
Και που λέτε, μετά την ...καρδιολογική -και χαρτονομισματική- παρέμβαση του
αγαπητού Δ. Σταθακόπουλου, να και ο αγαπημένος (όλων, των ρεμπετόφιλων...) ο συλλέκτης και ερευνητής Charles Howard, που ήρθε να καταθέσει τη δική του ...λαχανάδικη μαρτυρία. Μου είπε, λοιπόν, ότι -ως νέος- ήξερε ότι το αμερικάνικο "μονοδόλαρο" του 1930(;), το έλεγαν -στην Αμερική- "cabbage", τουτέστι "λάχανο" ή "μάπα" (ούτε πολιτικός να ήτανε...)! ("Ουάου" που 'λεγε κι ο Βαρουφάκης, απαυθυνόμενος στον εξαποδώ, Ντάισενμπλούμ!). Κι αναρωτιόμαστε, με τον Τσάρλι, σε πόσες τάχα άλλες χώρες, κάποια πράσινα -στο χρώμα- χαρτονομίσματα δε θα τα έλεγε ο ...κοσμάκης "λάχανα".
(Μόλις κλείσαμε, μου ήρθε η ιδέα και πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αγαπημένο -από τα θρανία- φίλο μου Αλέκω -το κο με ωμέγα, περικαλώ- και τον ρώτησα Ρε συ Αλέκω, μήπως το πασόκ βγήκε μάπα, από το ...λαχανί χρώμα του; Κι εκείνος, ως σοφός, δεν απάντησε!).
Να τώρα το μονοδόλαρο - λάχανο, cabbage, του 1935.
Και που λέτε, μετά την ...καρδιολογική -και χαρτονομισματική- παρέμβαση του
Ο χαρισματικός Charles Howard, μπροστά σε πίνακά του |
(Μόλις κλείσαμε, μου ήρθε η ιδέα και πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αγαπημένο -από τα θρανία- φίλο μου Αλέκω -το κο με ωμέγα, περικαλώ- και τον ρώτησα Ρε συ Αλέκω, μήπως το πασόκ βγήκε μάπα, από το ...λαχανί χρώμα του; Κι εκείνος, ως σοφός, δεν απάντησε!).
Να τώρα το μονοδόλαρο - λάχανο, cabbage, του 1935.
Αμερικάνικο "λάχανο" - "cabbage", κοπής 1935. Αγνοώ παντελώς, αν τους "λαχανάδες", εις την Εσπερίαν, τους αποκαλούσαν cabbagists. Τα λεξικά, πάντως, που κοίταξα, ...απέστρεψαν το πρόσωπό τους.
|
Κλέφτες και αμαρτωλοί του χαρισματικού άσματος, "Λαχανάδες"
Το τραγούδι "Λαχανάδες", δεν έπαψε ποτέ να είναι στην επικαιρότητα, με αποτέλεσμα να το κατακλέψουν διάφοροι..., χωρίς να δώσουν κάποιο ποσοστό στην τυφλή γυναίκα του Παπάζογλου, την Αγγελίτσα! Η οποία τα είχε τόσο ανάγκη. Καταπληκτική, η φράση της: Καταντήσαμε να ευχαριστούμε αυτούς που δε μας έκλεψαν...
Να κάποιοι λαθρόχειρες (και με στοιχεία των κλεψίτυπων δίσκων, βεβαίως βεβαίως, Τσαγανέα μας...): Β. Βασιλειάδης-Πυθαγόρας, Απόστολος Νικολαΐδης (δύο φορές αυτός), Ν. Πετρίδης, Ν. Δαλέζιος, Γ. Θεοφιλόπουλος, Γ. Κυριαζής, Γ. Κρητικός, Π. Σκουρτέλης, επίσης και ένα άγνωστο όνομα που το εξέδωσε με ερμηνευτή τον Ζαγοραίο στην εταιρεία ΝΙΝΑ (Αμερική), Δ. Βαρδουλάκης,...
Να τώρα και κάποιο φωτογραφικό υλικό, σχετικό με τον Βαγγέλη Παπάζογλου.
Αριστερά, ο Βαγγέλης με τον καροποιό μπάρμπα-Γιάννη (1923;), στο μέσον πιστοποιητικό της ταυτότητά του και δεξιά με τον Σμυρνιό σαντουριέρη Πέτρο Φραγκή. |
Λεμονάδικα, λοιπόν, και αρχίζουμε το ...περπάτημα της περιοχής
"Λεμονάδικα" ονομάστηκε μία μικρή περιοχή του Πειραιά, με μη καθορισμένα ακριβή όρια, κάπου μεταξύ του Ηλεκτρικού Σταθμού του Πειραιά από τη μία και της πλατείας Καραϊσκάκη και Ακτής Τζελέπη, από την άλλη. Επειδή η περιοχή αυτή ήταν μέγα στέκι της μαγκιάς και επειδή -επίσης- τα τοπωνύμια (πλατεία) "Καραϊσκάκη" και (ακτή) "Τζελέπη" έχουν περάσει σε κάποια σημαντικά ρεμπέτικα, θα την εξετάσουμε όπως της αξίζει! Και με τα τραγούδια, συντροφιά.
Λοιπόν, το όνομα "Λεμονάδικα" πρέπει να είναι παλιό -προ του 1900- και κατ' αρχήν το πήρε μία αποβάθρα-ακτή στην οποία ξεφόρτωναν τα λεμόνια από το λεμονοδάσος του Πόρου. (Αργότερα ξεφόρτωναν διάφορα εσπεριδοειδή, αλλά και οπωροκηπευτικά). Στη συνέχεια ονομάστηκε "Λεμονάδικα", η περιοχή που λέγαμε. Η ακτή "Λεμονάδικα", πάντως, ήταν κολλητά με την ακτή "Τζελέπη" και αμφότερες οριοθετούσαν την πλατεία Καραϊσκάκη προς τη θάλασσα.
Αριστερά, επιχρωματισμένη καρτ-ποστάλ με τα Λεμονάδικα (1900) και δεξιά, διαφήμιση τουμπεκίου, από το αρχείο του Σπύρου Παπαϊωάννου |
Πάμε και σε χάρτες τώρα, για να δείτε για τι μιλάμε. Και με την παρατήρηση ότι οι χρονολογίες των παλιών χαρτών, ακόμα κι αν γράφονται πάνω στον χάρτη, δεν είναι ντε και καλά αξιόπιστες. Αλλά αυτό, στην περίπτωσή μας, μικρή -μάλλον- σημασία έχει.
Παρατήρηση: Επομένως, το "κέντρο" της μαγκιάς -και συνακόλουθα, του ρεμπέτικου της δεκαετίας του 1930- δηλαδή αυτό το εδαφικό "εξόγκωμα" της στεριάς (που έλεγα στο σχόλιο προηγούμενης λεζάντας), υπάρχει από τα αρχαία χρόνια! Και για να μην αφήσω αυτή την ...παλαβιάρα "παρατήρηση'' που κάνω τώρα, να φλερτάρει με τη γραφικότητα, σας πληροφορώ ότι λόγω της ιδιαίτερα κλειστής τοπογραφικής διαμόρφωσης του λιμανιού του Πειραιά, δεν υπήρξαν ποτέ ισχυροί κυματισμοί -λόγω ...μποφόρ- τέτοιοι που θα μπορούσαν να διαβρώσουν την ακτή και να την αλλοιώσουν. (Από τις πιο σπαρταριστές ερωτήσεις που έχω δεχτεί από δημοσιογράφο -και μάλιστα με σοβαρότητα εκ μέρους του- ήταν: Υπήρχαν αρχαίοι ρεμπέτες;)
Υ.Γ. Λεμονάδικων!
Ο Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος Κλέαρχος Τσαουσίδης, μου είπε ότι "Λεμονάδικα" υπήρχαν και στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Αμβροσίου, κάθετη στη Συγγρού. Τα
βράδια, στα καροτσάκια όπου πουλούσαν τα λεμόνια χοντρική (η Λαχαναγορά ήταν
Στα "Λεμονάδικα" της Θεσσαλονίκης αναφέρεται
το βιβλίο της Αλαούντα Λέρκα Αγριόγατος στα
Λεμονάδικα.
|
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ένα ορόσημο, κοινό της Εβραϊκής και Χριστιανικής Θεσσαλονίκης: τα Λεμονάδικα πριν μεταφερθούν στην Πτολεμαίων. Στα “Λεμονάδικα” ελλιμενίζονταν τα καράβια από την Παλαιά Ελλάδα με εσπεριδοειδή – άλλωστε οι παλαιοελλαδίτες ονομάζονταν λιμοντζί από τους Σαλονικείς εβραίους μιας και ήταν το κύριο εξαγώγιμο προϊόν του μικρού Ελληνικού βασιλείου. Εκεί οι φτωχοί Εβραίοι και Χριστιανοί μαζεύονταν για να ψαρέψουν με απόχες τα σάπια φρούτα που πετούσαν τα πληρώματα στη θάλασσα, ως μόνη μέθοδος να προμηθευτούν φρούτα.
(από το thess.gr με ευχαριστίες)
Ο χώρος αυτός, αν και τώρα ακατοίκητος, παλαιότερα είχε τη δική του ζωντανή συμβολή στην ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, καθώς ήταν το κεντρικό κτίριο της Παλιάς Λαχαναγοράς, που μαζί με τα Λεμονάδικα και με ένα άλλο τμήμα της αγοράς που λειτουργούσε στην περιοχή αποτελούσαν την καρδιά του χονδρεμπορίου της πόλης που εφοδίαζε με φρούτα και λαχανικά, αγορές, μαγαζιά και πλανόδιους πωλητές. Η πλειοψηφία των εμπορευμάτων προερχόταν κυρίως από τη Μακεδονία, που μεταφερόταν με καϊκια τα οποία δένανε στην παλιά παραλία, καθώς και από το οδικό δίκτυο της εποχής που δεν είχε ακόμα εκσυγχρονιστεί...
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μνημονεύσε την Λαχαναγορα στο έργο του «Μητέρα Θεσσαλονίκη» «…σταθείτε μπροστά στην είσοδο αυτού του χώρου, όπου τα κάρα έρχονται και ξεφορτώνουν τα χλωρά χορταρικά καταγής στη λάσπη που γεμίζει μέσα στη μάντρα. Αυτά όμως δεν αποτελούν παρά μια νότα, σε ό,τι βλέπετε ανάμεσα στους τοίχους που ανεβαίνουν κλιμακωτά σε άνισα ύψη τριγύρω, αγκαλιάζοντας με τραγικό σπαραγμό την γκρίζα ατμόσφαιρα.»
(απόσπασμα από κείμενο του Κείμη Κρυωνά)
Η Πλατεία Καραϊσκάκη
Και ξεκινάμε με τα ρεμπέτικα τραγούδια που κάνουν αναφορά στην Πλ. Καραϊσκάκη
Η ετικέτα από το "Σακάκι" του Δελιά και ο ίδιος κοστουμαρισμένος (λεπτομέρεια από την πασίγνωστη φωτογραφία της "Τετράδος") |
Το σακάκι (Ανέστη Δελιά ή Αρτέμη), Α. Δελιάς, 1935
Η ετικέτα του "Εγώ μάγκας φαινόμουνα" και δύο φωτογραφίες που δείχνουν τον Γενίτσαρη πολύ νεαρό. Στη δεξιά φωτογραφία είναι με τον φίλο του Δημήτρη Γριντάκη και στέκεται αριστερά. |
Εγώ μάγκας φαινόμουνα (Μ. Γενίτσαρη), Μ. Γενίτσαρης, 1937
Λοιπόν, η πλατεία Καραϊσκάκη, σε τόσο προνομιακή θέση στο λιμάνι του Πειραιά, άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα του 1830. Στην αρχή, ως Πλατεία Όθωνος, τιμώντας έτσι -και με προτομή του, αργότερα- το κωθώνι που μας πέταξαν οι τότε ξένοι ...τροϊκανοί -κι εμείς μούγκα, ακριβώς όπως τώρα. Στη συνέχεια, η πλατεία, μετονομάστηκε σε ...Ελευθερίας (λέμε, τώρα), μετά σε ...Απόλλωνος και τέλος -αρχές του 1890- τοποθετήθηκε στο κέντρο της και εντός μικρού ...παρτερίου μετά οκταγώνου κιγκλιδώματος, ένας μαρμάρινος αδριάντας του στρατηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη, του ονομαζόμενου και αθυρόστομου υιού της καλογριάς. (Το τωρινό άγαλμα με έφιππο τον Καραϊσκάκη, μπήκε το 1965).
Αστικό περιβάλλον, σκεφτήκατε; Ακριβώς! Ούτε ίχνος μαγκιάς. Μόλις που άρχισαν να διακρίνονται οι πρώτε ακτίνες του νέου αιώνα, 1900... |
Ναι, αστικό χαρακτήρα είχε στην αρχή η Πλ. Καραϊσκάκη, μάλιστα κατά μίμηση των πλατειών μεγάλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, με κιόσκια, φαναράκι, πρασινάδες, περιποιημένα τραπεζοκαθίσματα κ. λ. π. Βέβαια δεν είχε την αίγλη του Παλαιού Φαλήρου. Να προσθέσω ότι η Πλ. Καραϊσκάκη ήταν αφετηρία και τερματισμός για κάποιες συγκοινωνίες της εποχής. Ρίξτε μια ματιά στις τρεις επόμενες φωτογραφίες και θα καταλάβετε.
Μεγαλεία της Πλ. Καραϊσκάκη. Ήταν χίλια εννιακόσια ...λίγο. Ευτυχώς, σώθηκε η καρτούλα -επιχρωματίστηκε κιόλας- και έτσι ...έβαψε τη φαντασία μας. |
Κι αυτές οι φωτογραφίες πρέπει να είναι από το έμπα του 1900... (μην πω και την ίδια ...χρονιά) |
Όμως, ήδη από το 1900, στα πέριξ της Πλ. Καραϊσκάκη είχαν αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα (Ελλάς γαρ, με τους ...ελληνικότατους "χρυσούς" κανόνες της: ρουσφέτ, μπαξίς, ραχάτ), είχαν αναπτυχθεί, λέω, παραγκοειδείς κατασκευές, για εμπορική κυρίως χρήση, οι οποίες αυξάνονταν ανεξέλεγκτα και παράνομα. Αν προσθέσει κανείς και τον ερχομό του 1,5 εκατομμύριου άτυχων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, θα καταλάβει γιατί μεταμορφώθηκε τόσο δραματικά η όμορφη και ήσυχη αυτή πλατεία. Δείτε!
Η Πλ. Καραϊσκάκη καταστράφηκε τρεις φορές από πυρκαγιά, το 1916, το 1929 και το 1938, την τρίτη μάλιστα ολοκληρωτικά και τελειωτικά. Αλλά για τις πυρκαγιές, θα μιλήσω στο τέλος.
Πάντως τη δεκαετία του '30 η Πλ. Καραϊσκάκη ήταν γεμάτη με παράγκες και στενά δρομάκια που σχημάτιζαν έναν μικρό λαβύρινθο, στον οποίον χανόντουσαν ακόμα και οι μπάτσοι της περιοχής που έτρεχαν εκεί για κάποιο "περιστατικό". Γιατί η πλατεία είχε πια εξελιχτεί σε κέντρο και στέκι της μαγκιάς και δε διανοείτο ο μάγκας της εποχής, να μην περάσει από κει για κάποιο πονηρό αλισβερίσι, κάποιο φουμάρισμα, κάποιο τραγουδάκι, ίσως κι ένα ζεϊμπεκάκι. Και φυσικά συνάντηση με τ' άλλα παιδιά. Δεν είναι υπερβολή, να πει κανείς, ότι η Πλ. Καραϊσκάκη ...συνέδραμε το ρεμπέτικο.
Γιώργος Μπάτης, ο χιουμορίστας ...αυτοκράτορας, μες στου Καραϊσκάκη!
Σ' ένα απ' τα στενάκια του "λαβύρινθου" της Πλ. Καραϊσκάκη, είχε το "μαγαζάκι" του και ο Γιώργος Μπάτης. Ήταν βασικά καφενείο, αλλά ταυτόχρονα είχε και άλλες λειτουργίες, όπως: σχολή εκμάθησης οργάνων και χορού, ενεχυροδανειστήριο -κυρίως για φίλους-, κρυφός τεκές κ. ά. Το όνομα του μαγαζιού του, ο Μπάτης, το άλλαζε πολύ συχνά. Πιο γνωστό όνομα ήταν το "Η οδός απελπισίας" κι από κάτω σημείωνε "Διαταγή Δημάρχου". Έγραφε και τ' όνομά του στα γαλλικά: ZORZ A*. BATE (Αριστούργημα!).
* Ο πατέρας του Μπάτη ονομαζόταν Αθανάσιος Τσορός.
Στην αριστερή φωτογραφία το καφενείο του Μπάτη έχει όνομα ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. Στη μεσαία, το όνομα έγινε ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Ο ΜΠΑΤΗΣ. Στην τρίτη διαφημίζονται τα μαθήματα μπαγλαμά, που παρέδιδε! |
Δύο φωτογραφίες με τον Μπάτη διδάσκοντα μαθητές του, στα ...κεπέγκια. |
Το 1936; οι μπάτσοι την έπεσαν στο μαγαζάκι του ανοιχτόκαρδου, μέγα χιουμορίστα και μέγα φαμελιάρη -άρα συνέβαλε και στην αύξηση του πληθυσμού της χώρας-, του Γιώργου Μπάτη. (Προσθέτω εντός παρενθέσεων τις σημαντικές ιδιότητές του ως εμπνευσμένος δημιουργός -στιχουργός και συνθέτης-, φωνητικός ερμηνευτής και άξιος μπαγλαμαδοκρούστης, γιατί δε θέλω να ...πέσουν στην ίδια πρόταση και δίπλα στην πονηρότατη "εξουσία" -και λερωθούν). Τι έκανε και τον πιάσανε; Γιατί, λέει: μαστουρώνανε μαζί, αυτός και η παρέα... (Αλλά, κι ο λαός μας λέει: δουλειά δεν είχε ο διάολος γαμούσε τα παιδιά του).
Με αφορμή τη σύλληψη αυτή του Μπάτη, ο Γιώργος Ροβερτάκης έγραψε, σε στίχους Αιμ. Σαββίδη, ένα τραγούδι-ρεπορτάζ για την περίπτωση. Πρόκειται για το "Επιάσανε τον Μπάτη", επτάσημο (καλαματιανό) στο ρυθμό και με τις επτά πρώτες νότες της εισαγωγής (mi-mi-mi-mi-re-do-si) να ταυτίζονται με τις αντίστοιχες του "Φέρτε πρέζα να πρεζάρω" του Τούντα. Ο στιχουργός αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι η σύλληψη προήλθε από "καρφωτή". Α, και το καταπληκτικό! Το πρώτο στιχάκι λέει " Κάτω στα παλιατζίδικα..." κι έτσι περιγράφει ακριβέστατα την -επαγγελματική- ουσία της Πλ. Καραϊσκάκη, της εποχής εκείνης.
(Παρένθεση) Αυτός ο Αιμ. Σαββίδης ήταν διπρόσωπος και, τελικώς, μέγα κουμάσι. Πριν τη δικτατορία του Μεταξά ήταν θαυμαστής των ρεμπέτικων και μάλιστα -ως ικανός στιχουργός- έγραψε και δύο σπουδαία πονηρά τραγούδια, το χασικλίδικο "Γεντί Κουλέ" και το ...πρεζάκικο (με μεταφορική τελικά σημασία) ''Είμαι πρεζάκιας'', το οποίο -ειρήσθω εν παρόδω- οι Dead Can Dance το έκαναν -στις μέρες μας- διάσημο σ' όλον τον κόσμο. (Δείτε, εδώ, τη σελίδα "Ξένοι και ρεμπέτικο"). Όταν όμως ήρθε ο Μεταξάς, ο Σαββίδης άλλαξε ρότα κι έγινε διώκτης των ρεμπέτικων. Να μη γράφω περισσότερα, δείτε τη σελίδα 38, στο βιβλίο μου Περί της λέξεως "ρεμπέτικο" ...και άλλα (Εκδόσεις Οδός Πανός, τηλ. 210 3616782).
Ο Γιώργος Κάβουρας, αριστερά και ο Γιώργος Ροβερτάκης στις άλλες δύο. |
Επιάσανε τον Μπάτη (Γ. Ροβερτάκη-Αιμ. Σαββίδη), Γ. Κάβουρας, 1936
Και συνεχίζοντας για λίγο ακόμα, μέσα στο ...χαριτολόγο κλίμα που δημιουργεί πάντα ακόμα και απλή η αναφορά στον Μπάτη, να δούμε τώρα τι άλλο ακόμα -πλην των ηδονικών φουμαρισμάτων του- είχαν ως αφορμή οι διάφορες ομάδες των ...καρακολίων, ώστε να την πέφτουν για να τον "συλλήψουν", που λέγε κι ο άρχοντας Κώστας Χατζηχρήστος στον Ηλία του 16ου.
Λοιπόν, ο Μπάτης τους έκραζε στα τραγούδια του και τους βάραγε εκεί που πονούσαν, παρουσιάζοντάς τους ακόμα και ως ψευδομάρτυρες! Και βέβαια όχι μόνο αυτούς, αλλά και κάθε άλλη εξουσία πονηρή και βρώμικη. (Γιατί -μεταξύ μας- κι εγώ στη ζωή μου όλη, εξουσία απονήρευτη και καθαρή δε συνάντησα ποτέ και πουθενά -άρα δεν υπάρχει... συλλογίζομαι και μελαγχολώ!).
Έτσι, λέω να αφήσουμε την ευχάριστη "συντροφιά" του Μπάτη, με το τραγούδι του "Μάγκες καραβοτσακισμένοι", ένα ζεϊμπέκικο από το 1934. Θεωρώ, όμως απαραίτητο, να σας γράψω τους στίχους γιατί τσακίζουν ...κοκαλάκια. Ο Μπάτης τα έγραφε όλα, γιατί δεν είχε να χάσει τίποτε, ούτε και υπήρξε ποτέ σφουγκοκωλάριος, ασπόνδυλος ή ευκαμψίας...
Ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν
και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν.
Βρε και υπόδικους μας δείξαν,
μωρέ και στη φυλακή μάς κλείσαν.
Βρε αστυνόμε και ειρ'νοδίκη
και βγάλε γρήγορα τη δίκη,
θα 'ρθούνε μπάτσοι να ορκιστούνε
και ψέματα να μη σας πούνε.
Μπάτσοι και χωροφυλάκοι
και μας χαλάσαν βρε το τσαρδάκι.
Βρε ν' από πίσω απ' τη Στρατώνα
και καλοκαίρι βρε και χειμώνα
κι όλ' οι μάγκες εσκορπιστήκαν,
ντε και κανέναν βρε δεν αφήσαν.
Μάγκες καραβοτσακισμένοι (Γιώργου Μπάτη), Στράτος, 1934
Κι επειδή το ένα φέρνει το άλλο, σ' αυτές τις κουβέντες, να τώρα μια έκπληξη πρώτου μεγέθους, που αφορά τον Μπάτη. Τον Οκτώβριο του 2016, το σουηδικό συγκρότημα "PIREUS", εξέδωσε έναν δίσκο με "ψαγμένα" ρεμπέτικα (13 τραγούδια και ένα οργανικό), αλλά με στίχους στα σουηδικά, που μάλιστα ήταν -εννοιολογικά- πάρα πολύ κοντά στους αντίστοιχους ελληνικούς στίχους. Ταυτόσημοι θα έλεγα...
Ένα από τα τραγούδια και η "Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη και μάλιστα πρώτο-πρώτο τραγούδι στο CD! Τίτλος στα σουηδικά: "Vackraste", το οποίο σημαίνει "Η ωραιότερη". (Και τι δεν άκουσε -και δεν ακούει ακόμα- ο καημένος ο Μπάτης, ακόμα και από συναδέλφους του! Στενά μυαλά, θολά μάτια, "οπαδική'' καρδιά και στουμπωμένα αυτιά, θα έλεγα δηκτικά...).
Vackraste - Γυφτοπούλα (Γιώργου Μπάτη), Pireus, 2016
Η Ακτή Τζελέπη
Η Ακτή Τζελέπη, αναφέρεται σε περισσότερα ρεμπέτικα, απ' ότι η Πλ. Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα, μαζί. Αιτία, η διασκέδαση εκεί, λόγω της ομώνυμης, παλαιάς και διάσημης ταβέρνας.
Όλα τα ρεμπέτικα που αναφέρονται στου Τζελέπη, είναι συνθέσεις του Παναγιώτη Τούντα |
Να και οι ερμηνευτές: Ρίτα, Στελλάκης, Στράτος και Πρόδρομος |
Με ζουρνάδες και νταούλια (Π. Τούντα), Ρίτα Αμπατζή, 1933
Εγώ θέλω πριγκηπέσσα (Π. Τούντα), Σ. Περπινιάδης, 1936
Περσεφόνη μου γλυκιά (Π. Τούντα), Στράτος Παγιουμτζής, 1938
Περσεφόνη μου γλυκιά - με τίτλο "Στου Τζελέπη" (Π. Τούντα), Π. Τσαουσάκης, 1974;
Λοιπόν, η Ακτή Τζελέπη πήρε το όνομά της από τον Γιαννακό Τζελέπη, έναν Θεσσαλό -τον λένε μάλιστα και "παλαίμαχο του 1821"-, ο οποίος έγινε ο πρώτος κάτοικος του Πειραιά, μετά την Τουρκοκρατία. Μέχρι τότε ο Πειραιάς πρέπει να ήταν εντελώς έρημος και πιθανά ...κυκλοφορούσαν μόνον αιπόλοι τινές. Ο Τζελέπης φαίνεται να έφτασε στον Πειραιά το 1829 και αμέσως έχτισε ένα πρόχειρο κατάλυμα-χάνι με ευτελή υλικά, εκεί την ακτή. Όμως δέκα χρόνια μετά, σήκωσε κανονικό πέτρινο κτίσμα, ένα πανδοχείο, για φαγητό, ξεκούραση και ύπνο των κυρίως των ταξιδιωτών κι -άμα λάχαινε- και διασκέδαση. Υποστηρίζεται, ότι ακριβώς σ' αυτό το μέρος χτίστηκε -το 1916- το Μέγαρο Γιαννουλάτου ή τέλος πάντων στο ίδιο οικόπεδο. Φυσικά το όνομα "Ταβέρνα του Τζελέπη" χρησιμοποιούνταν τις δεκαετίες 1920, 1930, 1940, ως ...κράχτης, αλλά γενικότερα, εκεί στην Ακτή, υπήρχαν διάφορα μαγαζιά ...εστίασης και διασκέδασης.
Και κάτι σαν σπαρταριστό υστερόγραφο!
Ο Γ. Τζελέπης ετάφη στην Ανάσταση Πειραιώς, σε πολυτελή οικογενειακό τάφο. Στον τάφο του, λοιπόν, υπάρχει και μία επιγραφή η οποία είναι σχεδόν κατεστραμμένη και πολύ δύσκολα διαβάζεται. Κάποιοι, όμως, που φαίνεται ότι δεν έχουν σοβαρότερη δουλειά να κάνουν, ασχολήθηκαν με το τι τέλος πάντων λέει η επιγραφή. Τα αποτελέσματα ήταν ...διάφορα, αλλά η επιγραφή μία! Να εδώ μία εκδοχή.
Εδώ, ω άνθρωπε, σ' αυτό το μνήμα όπου βλέπεις, κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης.
Αφήσας την πατρίδα του Θετταλομαγνησίαν, πρώτος αυτός ανήγηρε εις Πειραιά οικίαν.
Εν μέσω τόπου χλοερού κι η σύζυγός του η Φλωρού.
(Σκέτος Μποστ, ε;)
Εδώ είναι ένας πίνακας, αγνώστου σε μένα ζωγράφου, μάλλον γύρω στα 1840, ο οποίος δείχνει την Ακτή Τζελέπη και -πιθανά, θα πω εγώ- το πανδοχείο του Γιαννακού Τζελέπη |
Εξαιρετική επιχρωματισμένη καρτ-ποστάλ της (κυριολεκτικά) Ακτής Τζελέπη, από το αρχείο του Σπύρου Παπαϊωάννου. Ο Σπύρος είχε σημειώσει ως χρονολογία, το έτος 1909. |
...διασκορπισμένοι οι Έλληνες. Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω. (Μίκη Θεοδωράκη, "Στον άγνωστο ποιητή", 1969, Αρκαδία VI) |
Φου, φου φου, δεν ανάβει η φουφού, διαμαρτύρονταν κάποτε οι νοικοκυρές (νεότερες και ...αρχαίες) όταν δεν ανάβαν οι φωτιές τους στα μαγκάλια (ή στους πυραύνους). Αλλά οι τρεις πονηρές(;) φωτιές στα Λεμονάδικα (είπαμε, με τον όρο υπονοείται όλη η περιοχή: Λεμονάδικα, Καραϊσκάκη, Τζελέπη), αυτές φούντωναν στο πιτς φυτίλι.
Η πυρκαγιά του 1916
Για τη φωτιά αυτής της χρονιάς δεν έχω στοιχεία, παρά μόνο την πληροφορία ότι γι' αυτήν έγραψε το περιοδικό; της εποχής "Σφαίρα". Στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΗ, όμως, που έκανε ρεπορτάζ για την πυρκαγιά του 1938, διάβασα ότι αυτή θύμιζε την πυρκαγιά του 1920, στο ίδιο μέρος...
Αφήνω, λοιπόν, ανοιχτό το θέμα επί του παρόντος...
Η πυρκαγιά του 1929
Η πυρκαγιά αυτή -με άγνωστη αιτία- ξέσπασε την Παρασκευή 4-1-1929, στις 22.30. Λόγω ισχυρών ανέμων και λόγω μη ...λειτουργίας της μίας από τις δύο πυροσβεστικές αντλίες που προσέτρεξαν (ίδια πικρή γεύση, πάντα, η πατρίς) αποτεφρώθηκαν 250-300 προσφυγικά καταστήματα στην Πλ. Καραϊσκάκη, ολόκληρη η λαχαναγορά, ο σταθμός του λιμεναρχείου και αυτός του τελωνείου, μικροζημιές όμως έπαθαν και διάφορα κτίρια της περιοχής όπως, για παράδειγμα, το ξενοδοχείο ΚΟΝΤΙΝΕΝΤΑΛ, για το οποίο μιλήσαμε (και είδαμε...). Ο αδριάντας του Καραϊσκάκη, στο κέντρο της πλατείας, τυλίχτηκε στις φλόγες και έγινε ...ασβέστης (γράφει η εφημερίδα). (Έχει και τα ...αριστοφανικά της στοιχεία η τραγωδία, ίσως ισχυριστεί κάποιος).
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι φλόγες της πυρκαγιάς φαινόντουσαν από την Αθήνα, μάλιστα ήταν τόσο ψηλές που οι Αθηναίοι νόμιζαν ότι είχε πιάσει φωτιά στον Αη Σώστη ή στην Ακρόπολη!
Οι υλικές ζημιές έφτασαν τα 50 εκατομμύρια και τα εμπορεύματα τα 20. Ως γνήσιοι Έλληνες (κι όχι ως ...κωλοευρωπαίοι, χέστρες) το ...πλείστον ήτο ανασφάλιστον! Ελληνικότατον ήτο και το σχετικό πλιάτσικο και παρά τα αυστηρά μέτρα...
Η εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, της 5 Ιανουαρίου 1929, την επαύριον της πυρκαγιάς. Είχε αναλυτικότατο ρεπορτάζ και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. (Ευτυχώς δεν υπήρχε τηλεόραση...) |
(Ποιοι περίεργοι ρε φιλάρα; Σχέδια νυκτερινά καταστρώνουν οι άνθρωποι...) |
Η πυρκαγιά του 1938
Αυτή ξέσπασε (χε χε...) Σαββατιάτικα, 23 Ιουλίου 1938, στις 20.40, ήταν δε ...μεγαλειώδης, όπως και η προηγούμενη, από την οποία τελικά διασώθηκε η ...πονηρή παραγκούπολη στου Καραϊσκάκη. Απ' αυτήν του 1938, όμως, καταστράφηκε τελειωτικά και ...εξαφανίστηκε. Για τα Λεμονάδικα (-Καραϊσκάκη), έπεσαν οι τίτλοι του τέλους.
Αφού ακούστηκαν βιαστικές ανοησίες για την αρχική προέλευση του πυρός -είπαν για ένα "υποπρακτορείο" και για ένα (υπο)"βενζινάδικο"- τελικώς αποφάνθηκαν οι τότε σοφοί, ότι η φωτιά ξεκίνησε από αποθήκη οπωροκηπευτικών... (Μα, είναι εύφλεκτα τα λάχανα και τα μαρούλια τζάνε μου; Αυτά όχι, αλλά τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, είναι δυνατά και καίνε αφάνταστα...).
Μετά τις 22.00, πήγε εκεί κι ένας υφυπουργός και ζήτησε με πολύ ...ενδιαφέρον (ε, ρε γέλια με δάκρυα) να ενημερωθεί... (Καλά, είχε και τότε ΠΑΣΟΚους, τζάνε μου; Τι λε ρε ζωντόβολο! PASOKI are forever and exapanekathen).
Ζημιές υπολογίστηκαν μόνο για την Φρουταγορά και δύο δημοτικά υπόστεγα, συνολικά 57,5 εκατομμύρια. Μετά το ξανασκέφτηκαν και ...είπαν "30 εκ. θα πάρετε".
Πάντως το 1938, οι περισσότεροι πληγέντες ήταν καλά ασφαλισμένοι...
Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ της 24-7-2016, την επαύριον της πυρκαγιάς |
Μικρό το ρεπορτάζ της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ... (Ε, αφού δεν είχε απ' τα άλλα η είδηση...) |
Εδώ τελειώνει το ονειρικό ...τρίστρατο "Λεμονάδικα", "Καραϊσκάκη", "Τζελέπη".
Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Βλησίδη, τόσο για το πολύτιμο παλαιό υλικό του "τύπου" που μου διάθεσε, όσο και για τις παραινέσεις, αλλά και σκέψεις του.
Ευχαριστίες, επίσης, στον Πειραιώτη Σπύρο Παπαϊωάννου για την ωραία συζήτηση.
Τέλος ευχαριστίες στον Αλέκο Τουλιάτο για τη δική του βοήθεια.
Υ.Γ. Θα ήθελα να σας αφήσω με ένα τραγούδι σχετικό (δηλαδή, πυρκαγιάς) και τελικά με ξεσήκωσε το στιχάκι Πήραν τα φρύγανα φωτιά και κάψαν ένα μαχαλά..., το οποίο θεώρησα ότι είναι μέσα στο πνεύμα αυτής της εργασίας. Απολαύστε το, το έχω ατσαλάκωτο.
Πήραν τα φρύγανα φωτιά (Παραδοσιακό της Πόλης), Λεοπόλδος Γαδ, 1929