Προηγούμενα ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Για προηγούμενα ...ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ, κάνετε κλικ εδώ.

Συνθετικές περίοδοι του Τσιτσάνη

       «Απόψε με τον πόνο του, καρδούλες θα ματώσει...»
(«Μεταποίηση» του 3ου στίχου από το ζεϊμπέκικο «Κι αν πάθεις και καμιά ζημιά» (Β. Τσιτσάνη), Μ. Νίνου 1950)

Βασίλης Τσιτσάνης, συνοπτική αποτίμηση των τριών χαρακτηριστικών περιόδων της δημιουργίας του
Συμπληρώθηκαν φέτος είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη κι έτσι η παρούσα έκδοση έρχεται να τονώσει με έναν ακόμα τρόπο τη μνήμη του μεγάλου αυτού έλληνα δημιουργού, ο οποίος με τον
«πόνο» του (τα τραγούδια του) έκανε πολλές καρδιές να «ματώσουν» και έτσι να «θεραπευτούν».
Το βασικό έργο του Τσιτσάνη, το οποίο τον τοποθετεί στην κορυφή των ελλήνων δημιουργών μαζί με τον άλλο «μεγιστάνα» τον Μάρκο Βαμβακάρη, το αποτελούν γύρω στα 350 τραγούδια, ηχογραφημένα σε δίσκους 78 στροφών από το 1936 ως το 1955. Τα τραγούδια αυτά χωρίζονται σε τρεις χρονικές κατηγορίες: 101 «προπολεμικά», 30 «κατοχικά» και 220 «μεταπολεμικά». Από τα 101 «προπολεμικά», κάποια τα συνέθεσε ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα (1933-1936), κάποια στην Αθήνα (1936-1938) και τα περισσότερα στη Θεσσαλονίκη όταν βρέθηκε εκεί φαντάρος (1938-1940). Αυτά τα ηχογράφησε μεταξύ 1936 και 1940. Όλα τα «προπολεμικά» του Τσιτσάνη τα έχει συγκεντρώσει σε μία πενταπλή κασετίνα ο συλλέκτης και ερευνητής Charles Howard (JSP Records, αριθμός JSP77111). Για να ηχογραφεί ο Τσιτσάνης κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, κατέβαινε στην Αθήνα με άδειες τις οποίες συχνά παραβίαζε με αποτέλεσμα τιμωρίες, ακόμα και πειθαρχείο. Έτσι κάποια φορά το 1938 στο πειθαρχείο, συνέθεσε την περίφημη «Αρχόντισσα», με αφορμή κάποιο προσωπικό του «μεράκι».
Μελετώντας προσεκτικά το έργο του Τσιτσάνη, συμπεραίνουμε ότι ο προπολεμικός Τσιτσάνης παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία που τον ξεχωρίζουν από τον μεταπολεμικό. Οι μελωδίες του λοιπόν, στην περίοδο αυτή, είναι περισσότερο «ερευνητικές» και κινούνται στο γνωστό «ρεμπέτικο» μουσικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’30, φαίνεται δε να προετοιμάζουν το ύφος που θα τον χαρακτήριζε στη σημαντική του δεκαετία τού ’40 και, μερικώς, σ’ αυτήν του ’50. Ο μελετητής του ρεμπέτικου, καθηγητής στα τρίχορδα και υπό διορισμό λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Λευτέρης Τσικουρίδης παρατηρεί, συνοπτικά, τα εξής για τον προπολεμικό συνθέτη Τσιτσάνη: Προπολεμικά ο Τσιτσάνης γράφει σε όλα τα στυλ, ανάλογα με το τι «ακούει» και τι τον επηρεάζει. Έτσι το 1939 φαίνεται να έχει στοιχεία από τον Χατζηχρήστο (κυρίως στα «σέρβικα») και από τον Παπαϊωάννου (κυρίως στα ζεϊμπέκικα) κι αυτό ακούγεται σαφώς, αφού οι Χατζηχρήστος και Παπαϊωάννου (όπως άλλωστε και ο Μάρκος) έχουν αναγνωρίσιμο ύφος. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το «Φάνταζες σαν πριγκιπέσα» είναι στο ύφος του Μάρκου, ενώ τα «Για μια ξανθούλα» και «Ο ασυρματιστής» στο ύφος του Α. Δελιά και στο κλίμα της «τεράδος». Καθαρά αναγνωρίσιμο ύφος Τσιτσάνη αρχίζει με τα «κατοχικά» του τραγούδια και δισκογραφικά από το 1946.
Μέχρι το 1940, ο Τσιτσάνης, έχει τραγούδια μόνο σε κλίμακες ματζόρε και μινόρε, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις σε μακάμ, όπως το «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε» (μακάμ «σαμπάχ») ή «Ο ασυρματιστής» (μακάμ «χουζάμ»). Το ίδιο συνεχίζεται και μεταπολεμικά με σπάνιες εξαιρέσεις κάποια τραγούδια σε «χιτζάζ», π.χ. «Στρώσε μου να κοιμηθώ» - 1950, «Ζαΐρα» - 1953.
Τα στιχάκια, στα «προπολεμικά» του, είναι κι αυτά πιο κοντά στο «κλασικό» ρεμπέτικο κλίμα της δεκαετίας του ’30 και αυτό φαίνεται περισσότερο στα τραγούδια με βιωματικό περιεχόμενο, γιατί στη συνέχεια ο Τσιτσάνης έγινε «οικουμενικός». 
Κάποιες παρατηρήσεις τώρα και για το παίξιμο του μπουζουκιού από τον Τσιτσάνη. Ο Λ. Τσικουρίδης επισημαίνει εδώ: Το 1936-37 ο Τσιτσάνης παίζει πολύ σαν τον Δελιά κι αυτό το δείχνουν 7-8 τραγούδια της περιόδου αυτής. Το 1937 αρχίζει ν’ «ακούει» κι άλλους, όπως για παράδειγμα τον Μπαγιαντέρα. Άλλως τε ο Τσιτσάνης, τότε, παίζει ό,τι «ακούει», όπως και ο Χιώτης. Το 1938-39 οι Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας και Χιώτης παίζουν στο ίδιο ύφος και (σχεδόν) δεν τους ξεχωρίζεις. Αυτό, για παράδειγμα, είναι εμφανές στα τραγούδια:
1. «Για μια Κουτσικαριώτισσα» (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ μπουζούκι Γκόγκος– Β΄ μπουζούκι Τσιτσάνης
2. «Θα κλέψω μια μελαχρινή» (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτης
3. «Μ’ έχεις μαγεμένο» (Δ. Γκόγκου, 1940) – Α΄ Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτη.
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι οι Δελιάς, Μπαγιαντέρας, Τσιτσάνης και Χιώτης φαίνεται να έχουν επηρεαστεί, στο παίξιμο του μπουζουκιού, τόσο από τα κιθαριστικά-μαντολινίστικα παιξίματα του Περιστέρη, όσο και από τις αρμονίες του.
Κάποιες «από δω κι από κει» πληροφορίες, θέλουν να έχει «τραυματιστεί» ο Τσιτσάνης σε ένα δάχτυλό του από το πολύωρο και επίμονο παίξιμο και μάλιστα υπάρχει περίπτωση για μια μικροχειρουργική (πλαστική;) επέμβαση. Αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Τσιτσάνης «μάτωνε» (ίσως και κυριολεκτικά...) όταν συνέθετε, μορφοποιούσε και τελειοποιούσε τα τραγούδια του. Κανένας άλλος δημιουργός δεν ξέρουμε να εργαζόταν σ’ αυτόν τον βαθμό επεξεργαζόμενος τα τραγούδια του. Αφήνω πια το ατελείωτο παίξιμο στα πάλκα για τον ...επιούσιο. Εξ άλλου επειδή τότε δεν υπήρχαν μικρόφωνα και ενισχυτές, και προκειμένου οι οργανοπαίχτες του μπουζουκιού να ακούγονται καλά σε μεγάλες αίθουσες, άφηναν μεγαλύτερο κενό ανάμεσα στις χορδές και στο «μανίκι» του οργάνου. Το αποτέλεσμα ήταν να πιέζουν πιο δυνατά τις χορδές και να «κόβονται» έτσι τα δάχτυλά τους. Ο Θεσσαλονικιός οργανοποιός Δεκαβάλας είχε πει κάποια φορά πως, όταν του πήγε ο ίδιος ο Τσιτσάνης ένα μπουζούκι του για επισκευή, διαπίστωσε ότι μεταξύ χορδών και «μανικιού» χωρούσε άνετα ένα δάχτυλο χεριού, δηλαδή μιλάμε για απόσταση δύο πόντων... Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτός ο «τραυματισμός» και η επέμβαση στο δάχτυλο του Τσιτσάνη, επηρέασαν και άλλαξαν, μεταπολεμικά, το παίξιμό του. Όσους ρώτησα, που παίζουν για χρόνια τραγούδια του Τσιτσάνη και τον κατέχουν καλά στα ...δάχτυλά τους (αλλά και στα «τεφτέρια» τους), μου τόνισαν ότι δεν ακούνε καμία διαφορά. Ο Λ. Τσικουρίδης, για παράδειγμα, λέει σχετικά: Δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα στα δάχτυλα και στην πένα ο Τσιτσάνης, τόσο πριν όσο και μετά το 1940. Αυτό αποδεικνύεται περισσότερο από τις «τρίλιες», τα «εξηκοστά τέταρτα» και τα «γλιστρήματα». Μάλιστα ακριβώς αυτά τα στοιχεία είναι που δείχνουν τις ομοιότητες του παιξίματός του, το 1936-37, με αυτό του Δελιά και του Μπαγιαντέρα.
(Σημειωτέον πάντως ότι ο Django Reinhardt παίζει κιθάρα συνήθως με δύο δάκτυλα, αλλά αυτό δεν ακούγεται καθόλου... )
Σε ό,τι αφορά τους ερμηνευτές, στην περίοδο πριν το 1941, κυριαρχεί αναμφίβολα ο Στράτος Παγιουμτζής (τραγούδησε τα 66 από τα 101 τραγούδια του), με ελάχιστη παρουσία των Δ. Περδικόπουλου (13 τραγούδια), του Σ. Περπινιάδη (δεύτερες φωνές) και κάποιων άλλων.
Και κλείνοντας τα σχόλια για τον προπολεμικό Τσιτσάνη, θα προσέθετα και το εξής. Η ετήσια, κατά μέσον όρο, δισκογραφική παραγωγή του Τσιτσάνη, μεταξύ 1936 και 1940, ήταν 20 τραγούδια έναντι 15 του Μάρκου, 8 του Παπαϊωάννου, 5 του Μπαγιαντέρα και 5 του Χατζηχρήστου. Η υπερπαραγωγή αυτή του Τσιτσάνη (μάλιστα την τριετία 1938-1940 ηχογράφησε 87 κομμάτια) νομίζω ότι είχε κάποιες επιπτώσεις στην ποιότητα ορισμένων τραγουδιών του. Ο Αγάθων Ιακωβίδης, λάτρης και βαθύς γνώστης του Τσιτσάνη που επιπρόσθετα τον ερμηνεύει πάνω από 30 χρόνια, δήλωσε σχετικά τα εξής: Θεωρώ ότι τα «προπολεμικά» τραγούδια του Τσιτσάνη υστερούν, κάπως, μουσικά και στιχουργικά σε σχέση με τα «κατοχικά» και τα «μεταπολεμικά» του μέχρι το 1955. Να τονίσω όμως ότι αφ’ ενός μεν όλα τα «προπολεμικά» είναι άψογα εκτελεσμένα, αφ’ ετέρου δε ότι ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχουν κάποια κομμάτια εξαιρετικά ή και αριστουργήματα.
Ο συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου και ερευνητής, Ηλίας Μπαρούνης, υποστηρίζει: Το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη σε δίσκο, το «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» (1936) με το «μανεδάκι» στο τέλος, παραπέμπει στις πρώιμες ηχογραφήσεις της ανώνυμης δημιουργίας. Κατά τα άλλα τα προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη, και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ποιότητά τους, θεωρώ ότι είναι πιο «ρεμπέτικα» και πιο ελκυστικά για τους εραστές του Πειραιώτικου ύφους απ’ ότι τα μετέπειτα. Αυτό οφείλεται τόσο στο παίξιμο του Τσιτσάνη, όσο και στην ερμηνεία του Στράτου Παγιουμτζή, η οποία διαμορφώνει καταλυτικά όχι μόνο το ύφος αλλά και την τελική μορφή των τραγουδιών.  
Ο «κατοχικός» Τσιτσάνης, πάντως, είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1945), στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια (τα ονομαζόμενα «κατοχικά»), τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων το οποίο είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί! Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα: «Χατζή Μπαξές» (1942), «Αθηναίισσα» (1942), «Της Μαστούρας ο σκοπός» (1942), «Αραπίνες» (1942), «Αχάριστη» (1942), «Την μοίρα μου την είδα και τη ξέρω» (1942), «Ζητιάνος» (1941-43), «Δε με στεφανώνεσαι» (1942-45), «Μόρτισσα» (1942-45), «Όλα για σένα κούκλα μου» (1942-45), «Συννεφιασμένη Κυριακή» (άρχισε να «διαμορφώνεται» στην κατοχή...), «Η ντερμπεντέρισσα» (1942-45), «Το πρωί με τη δροσούλα» (1944), «Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις» (1944;), «Για τα μάτια π’ αγαπώ» (1942-45), «Έχει δίκιο το παιδί» (1942-45), «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», «Καλέ μου το παιδί» (1945) και σταματάω εδώ... Αξιοπρόσεκτο, και πολύ σπάνιο, είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών (και παγκοσμίως...) είναι περίπου τα 40-45 χρόνια. Επίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τα 30 «κατοχικά» του Τσιτσάνη τουλάχιστον τα 18 (που προανέφερα μόλις) συγκαταλέγονται στα «αριστουργήματα» του έργου του, δηλαδή ποσοστό 60%, κάτι που δε συμβαίνει ούτε στα «προπολεμικά» ούτε και στα «μεταπολεμικά» του. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Στην κατοχή δεν είχε υπερπαραγωγή ο Τσιτσάνης αφού το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων ήταν κλειστό και δεν υπήρχε «πίεση» (...πανταχόθεν) να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καινούρια τραγούδια και να τα ηχογραφεί.
Από το 1946, ο Τσιτσάνης, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ως το 1955 συνέθεσε και ηχογράφησε περίπου 220 τραγούδια, τα λεγόμενα «μεταπολεμικά» και είναι το διάστημα στο οποίο κυριαρχεί τόσο στη σύνθεση και στη δισκογραφία, όσο και στα πάλκα.
Ο Η. Μπαρούνης λέει για τον μεταπολεμικό Τσιτσάνη: Μετά τον πόλεμο ο Τσιτσάνης είναι υπεράνω όλων, με μόνο «ανταγωνιστή» τον Μητσάκη, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’30 όταν υπήρχαν αρκετοί ισάξιοί του.
Στις ηχογραφήσεις μετά το 1946 δεν υπάρχει ένα όνομα ερμηνευτή που να κυριαρχεί (όπως ήταν του Στράτου προπολεμικά), αλλά μια πλειάδα ονομάτων όπως ο Τσαουσάκης, η Μπέλλου, η Χασκήλ ο Στράτος, η Γεωργακοπούλου, η Νίνου κ.ά. Τα «μεταπολεμικά» τραγούδια του Τσιτσάνη χαρακτηρίζονται από το ερωτικό στοιχείο στα στιχάκια, τις πολυφωνικές ερμηνείες, τις πολυπληθέστερες ορχήστρες και συχνά το γλεντζέδικο και ...σουξεδιάρικο ύφος π.χ. «Η Μαρίτσα στο χαρέμι» (1947), «Αραμπάς περνά» (1948), «Για τα μάτια π’ αγαπώ» (1949), «Γεια σου καΐκι μου Αη-Νικόλα» (1950), «Απόψε κάνεις μπαμ» (1953) κ.ά., χωρίς να σημαίνει ότι αυτά δεν ανήκουν επίσης στα αριστουργήματά του.
Τελειώνοντας, να σημειώσω ότι ο Τσιτσάνης δεν έγραψε ούτε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ούτε και για τη γερμανική κατοχή. Έγραψε όμως για τον εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα με καταλλήλως καμουφλαρισμένα στιχάκια ώστε να μην τα «κόψει» η λογοκρισία της εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι το σπάνιο αριστούργημα «Κάποια μάνα αναστενάζει», στα στιχάκια του οποίου είχε συμμετοχή ο Μπάμπης Μπακάλης.
Υ.Γ.-1 Έχουν κατά καιρούς ειπωθεί και γραφτεί διάφορα για τις πολιτικές πεποιθήσεις ή και τις «επιλογές» του Τσιτσάνη. Ουδέν γελοιωδέστερον! Ο Βασίλης Τσιτσάνης συμπεριφερόταν πάντα ως ένας πανέλλην και ακριβώς αυτό αποπνέουν τα «ακριβά» του τραγούδια.
Υ.Γ.-2 Παραμένει αναπάντητο το (εύλογο) ερώτημα γιατί ο Τσιτσάνης δε συνεργάστηκε ποτέ με τον κορυφαίο τραγουδιστή Γιώργο Κάβουρα, αφού πάμπολλα προπολεμικά τραγούδια του θα ταίριαζαν στον Κάβουρα «γάντι» δερμάτινο, πολυτελείας...
Υ.Γ.-3 Τις ευχαριστίες μου στον Διονύση Μανιάτη τόσο για την άμεση βοήθειά του, όσο και γι αυτήν μέσω του πολύτιμου έργου του Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου (κυκλοφορεί και σε DVD).
                                               Πάνος Σαββόπουλος, Μάρτιος – Απρίλιος 2009
(Συμπεριλήφθηκε στον τόμο «ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ», προσφορά της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», από τη σειρά «Λέσχη αθανάτων».